Μια φορά κι ένα
καιρό σε μια πολιτεία πολύβουη και πολυάνθρωπη ζούσε ένας άνθρωπος που αγαπούσε
τα τρένα. Για αυτό το λόγο κι ενώ όλοι απέφευγαν την περιοχή γύρω από το
σιδηροδρομικό σταθμό για μόνιμη κατοικία τους, μη αντέχοντας τη βουή των
αλλεπάλληλων συρμών, αυτός διάλεξε ένα χαμηλό σπιτάκι ακριβώς δίπλα από την
είσοδο του σταθμού. Ήταν ευτυχής χωρίς να έχει ταξιδέψει ποτέ του. Του αρκούσε
να τα βλέπει να μπαίνουν και να βγαίνουν μεγαλόπρεπα στο σταθμό, αργόσυρτα στην
αρχή, ορμητικά στη συνέχεια ,ατσάλινα
βέλη στη φαρέτρα των ανθρώπων.
Όταν δεν τα΄
βλεπε, τις ώρες της εξαιρετικά βαρετής δουλειάς του να σφραγίζει άχρηστα
έγγραφα σε ένα γραφείο μεσιτικό, τα ονειρευόταν. Ο μόνος λόγος που άντεχε αυτή
την δουλειά ήταν γιατί έβαζε χρήματα στην άκρη για να ανέβει κάποτε σε ένα από τα
τρένα και να φύγει .Για που δεν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς μόνος του ήταν. Δεν
είχε δυστυχώς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Προς το παρόν του έφτανε να ταξιδεύει
στα όνειρά του. Να τα οδηγεί φορώντας τη στολή και το καπέλο του μηχανοδηγού
χαιρετώντας δια χειραψίας τους επιβάτες που του εμπιστεύονταν τα ταξίδια τους
και απολαμβάνοντας την εκτίμηση των πάντων.
Μια
Κυριακή ετοιμαζόταν για ύπνο έχοντας χορτάσει όλη τη μέρα το υπέροχο βουητό του
σταθμού, των ταξιδιωτών τις φλυαρίες και
το σούρσιμο των αποσκευών που κι απ΄ αυτές αισθανόταν πιο άτυχος, όταν άκουσε από το μικρό ραδιοφωνάκι που είχε πάντοτε
ανοιχτό την αδιάφορη φωνή του εκφωνητή ειδήσεων να αναγγέλλει ότι ο σταθμός της
πολιτείας του κλείνει λόγω οικονομικών περικοπών σύμφωνα με απόφαση της
κυβέρνησης. Η είδηση τον συγκλόνισε. Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα τρένα θα έμενε χωρίς το νόημα της ζωής του. Ακόμα κι
αν τον είχε χτυπήσει κεραυνός ,δεν θα έμενε τόσο κεραυνοβολημένος.
Τη νύχτα
εννοείται δεν κοιμήθηκε. Βάδισε χιλιόμετρα στη μικρή του κάμαρη πάνω κάτω σε
μια προσπάθεια να διαχειριστεί την τρομερή είδηση, την αδιανόητη μέχρι χθες
προοπτική να ζει χωρίς τον ταξιδιάρικο ήχο των αγαπημένων του τρένων. Το μικρό
σπίτι τον έπνιγε. Η ζωή τον έπνιγε .Βγήκε να περπατήσει. Μπήκε στον έρημο
σταθμό . Τα δρομολόγια πολύ αραιά και οι
ελάχιστοι νυσταγμένοι ταξιδιώτες των βραδινών συρμών του φαίνονταν σαν μέλη χορού αρχαίας τραγωδίας
σε ένα έργο με καθόλου θεατές. Αποτυχημένο και μοναχικό.
Κάθισε
δίπλα σε έναν ηλικιωμένο κύριο σε ένα παγκάκι σε μια άκρη του σταθμού. Τα μάθατε; Ο σταθμός κλείνει. Άκουσε την ίδια του
τη φωνή να λέει. Ο ηλικιωμένος γύρισε αργά το κεφάλι του και τον κοίταξε. Στο
βλέμμα του είχε κάτι τόσο αξιοπρεπές και τρυφερό που σχεδόν ξέχασε τη μεγάλη
του θλίψη. Σχεδόν..Δεν βαριέσαι παιδί μου , οι σταθμοί ανοίγουν και κλείνουν.
Το παν είναι να έχεις κάπου να πας . Για το πώς θα πας ,αν πολύ το επιθυμείς , θα
βρεις τον τρόπο. Κι ο ηλικιωμένος άνθρωπος συνέχισε σαν τον μάντη που γνωρίζει τις
φωνές και τα σημάδια. Φαίνεσαι άνθρωπος που ταξιδεύει μέσα από τα ταξίδια των
άλλων. Δεν είναι καιρός να κάνεις τα δικά σου;
Έμεινε εμβρόντητος. Τόσα χρόνια ,σκέφτηκε,
κάθομαι και παρατηρώ τους άλλους να ανεβαίνουν στα τρένα. Μου αρκούσε το βουητό
τους. Οι φλυαρίες των ταξιδιωτών και το σούρσιμο των αποσκευών. Κι απ΄ αυτές
ακόμα ένοιωθα πιο άτυχος. Και τώρα ο σταθμός κλείνει. Όμως ο κόσμος εξακολουθεί
και υπάρχει για να τον ταξιδέψω. Τρένα, αεροπλάνα, πλοία, αυτοκίνητα ..Το πάθος
για το ταξίδι δεν σταματά από κανέναν σταθμό που κλείνει λόγω περικοπών της κυβέρνησης.
Ξαφνικά ένοιωσε ασφαλής. Προστατευμένος
από κάποια αόρατη δύναμη. Λες κι όλα τα τρένα συμφώνησαν να τον περιμένουν να
κάνει τώρα τα δικά του ταξίδια….
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ
Υ.Γ: Το αφιερώνω σ΄αυτούς που βλέπουν παντού μια προοπτική…….
Έχεις ταλέντο να γράψεις και μυθηστόρημα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜυθιστόρημα δηλαδή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΙ ΕΣΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΑΝΕΒΕΙΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ . ΝΑ ΤΟ ΟΔΗΓΗΣΕΙΣ ΕΣΥ ΔΗΛΑΔΗ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΣΟΥ ΣΧΟΛΙΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφή