Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..


Στα νιάτα της υπήρξε Πολύ Όμορφη
Και Πρώτη στα μαθήματα συνάμα
Ό,τι πρέπει για να μην έχει Τύχη
-Λέγαν οι παλιοί-
Κι Αυτή βεβαίως δεν είχε
Τύχη καλή και ευτυχισμένη.
Δίδαξε όμως  όσα έμαθε  με αγάπη
Εικοσιπέντε χρόνια στα σχολεία.
-Δεν ήθελε να τα θυμάται-
Ελπίζω αυτά να τη θυμούνται.
Μια ζωή αλλιώτικη από αυτή που είχε φανταζόταν
 Κι αναρωτιόταν συνεχώς αν πρέπει να φοβάται
Στο τέλος δε φοβόταν τίποτα.
Αυτή  κέντρο στον Κόσμο της
Μια τεράστια Πληγή η Ύπαρξή της
Βασανισμένη θάλασσα τα μάτια της
Μόνη
Ανεξάρτητη
Ατίθαση
Θρασεία
Με ένα χαμόγελο για τον Καφέ και το Τσιγάρο της…

Υ.Γ: Καλό Ταξίδι Θεία  Ελευθερία Στεφανίδου..Ελπίζω εκεί που πας να βρεις  τον Παράδεισο που δεν βρήκες εδώ στη γη..Χαιρετισμούς σε όλους εκεί πάνω.
Στη μνήμη σου ανεβάζω σήμερα κάποια από τα  τραγούδια που αγαπούσες να τραγουδάς…






Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΕΝΘΕΙ ΤΗΝ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ..


Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που θελαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Το κράτησα ως τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ως τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιός είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματα του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Με το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι το αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα ,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πως λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασύμπτωτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Κι αν ρώτησα καμιά φορά πως λύνεσαι,
πηγή είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πως μένουμε αξεδίψαστοι.
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Αναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


Υ.Γ:ΣΙΩΠΗ....ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ…ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ..
                                      ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΑΠΗ..


Aπόσπασμα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη “Ένα παιδί μετράει τ’άστρα”
Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη; Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά!
Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού; Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περσσότερα. Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα.
 Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει; Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα! Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει.
Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα ‘χεις φρικτά ασκημίσει. Αλήθεια… αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει..

Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται, είτε γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις καταργηθήσεται. Εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος έλάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη.








Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως.
Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι.
Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει
Αν υπάρχουν ακόμα προφητείες, θα έλθει μέρα που και αυτές θα καταργηθούν αν υπάρχουν χαρίσματα γλωσσών και αυτά θα σταματήσουν αν υπάρχει γνώση και αυτή θα καταργηθεί. Γιατί τώρα έχουμε μερική και όχι τέλεια γνώση και προφητεία· όταν όμως έλθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα ως νήπιο, σκεφτόμουν ως νήπιο, έκρινα ως νήπιο. Όταν έγινα άνδρας, κατάργησα τη συμπεριφορά του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέπτη και μάλιστα θαμπά, τότε όμως θα βλέπουμε το ένα πρόσωπο το άλλο πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος από την αλήθεια, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως ακριβώς γνωρίζει και εμένα ο Θεός. Ώστε τώρα μας απομένουν τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Πιο μεγάλη όμως από αυτά είναι η αγάπη.


Υ.Γ: Πολλοί μίλησαν για την αγάπη.. Τα αποσπάσματα που παραθέτω προέρχονται από  δυο ανθρώπους που υπηρέτησαν διαφορετικές ιδεολογίες και φιλοσοφίες ζωής. Άλλες εποχές και χρόνους..Συμφωνούν όμως σε κάτι: Χωρίς αγάπη δεν κινείται τίποτα….
Υ.Γ2: Από μικρή μου άρεσε να βρίσκω τα κοινά σημεία των ανθρώπων..από μικρή..
             ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ 





Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ..



Τώρα είσαι μόνος

Στην πρώτη δύσκολη νύχτα
χωρίς διαφάνειες, σκάβοντας το αδύνατο,
χωρίς καν μια υποψία παρουσίας,
ακουμπώντας στο χώμα,
αυτοί που ήρθαν χθες
μπορεί κι αύριο
από την ίδια ερημιά να σε κοιτάζουν.

Κανείς δεν σε ξέρει.
Μέσα από την κρύα στάχτη,
τον αβαρή καπνό,
κολυμπώντας σ’ ένα ουδέτερο μελάνι
ζητάς μια πρόφαση,
ένα σημείο αναγνώρισης –
κι η πόλη να καθρεφτίζεται στο τζάμι.

Τώρα είσαι μόνος παρ’ όλα τ’ αστέρια.
Κάτω από το καμπύλο φως της λάμπας
πέφτει μπροστά στα μάτια σου καμένο σκοτάδι.
Κανείς δεν το βλέπει. Κανείς δεν ξέρει γιατί
πέφτει μαύρη πάχνη από τον ουρανό
κι εσύ γιατί αυτό το άχρηστο υλικό
το ονόμασες κόσμο.
1974

Από τη συγκεντρωτική έκδοση  Η εσωτερική εξορία (ποίηση 1971-1995) (2005) του    Αναστάση Βιστωνίτη

Υ.Γ: Όταν έχεις να κάνεις με μοντέρνα ποίηση εν ζωή ποιητών κινδυνεύεις να υποπέσεις σε ερμηνευτικές αυθαιρεσίες τέτοιες που αν ο δημιουργός του ποιήματος είχε την ευκαιρία να τις διαβάσει ενδεχομένως και να διαφωνούσε κάθετα με αυτές. Εμένα βέβαια αυτό ουδόλως με ενδιαφέρει. Κι αυτό γιατί από τη στιγμή που το ποίημα δημοσιεύεται και δεν παραμένει στο συρτάρι του ποιητή , ο κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να αποτολμήσει μια ερμηνεία βασισμένη στην αίσθηση που του δημιουργεί  το ποίημα ως μορφή και ως ουσία.

Το θεματικό κέντρο λοιπόν του ποιήματος αυτού είναι η μοναξιά που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο σε μια κοινωνία πολύβουη και χαώδη και το  αίσθημα  του ανικανοποίητου και  του   μισού  που βιώνεται  παρόλα αυτά ως κόσμος δικός του .

Δεν γράφονται τα ποιήματα σ΄ ένα χαρτί, ξεθάβονται με μιαν αξίνα ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ αφήνοντας και από ένα λάκκο… λέει ένας αγαπημένος μου πατρινός ποιητής,,  ο Χρίστος ΛάσκαρηςΤην δύσκολη νύχτα λοιπόν  η ποιητική φιγούρα στήνεται στον τοίχο και βομβαρδίζεται με απανωτά β΄΄ πρόσωπα. Είσαι μόνος ..από την ίδια ερημιά να σε κοιτάζουν… κανείς δεν σε ξέρει..ζητάς μια πρόφαση..μπροστά στα μάτια σου…το ονόμασες κόσμο..Εσύ, εγώ, ο ποιητής, ο άγνωστος Χ επιβάτης του κόσμου ..Την ημέρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Στην δίνη της καθημερινής εργασίας και των ποικίλων  διαπροσωπικών τυπικών επαφών δεν σκέφτεσαι την ουσία που ενδεχομένως σου λείπει. Τη νύχτα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Τότε είναι που αντιλαμβάνεσαι ότι τα καλά πράγματα δεν είναι πράγματα. Αλλά παρουσία ζωής και ουσιαστικής επαφής. Σκάβεις το αδύνατο ψάχνοντας τα χωρίς να σου ξεφεύγει όμως στιγμή η πραγματικότητα. Πατάς στο χώμα και παραδέχεσαι ότι –αυτοί που ήρθαν χθες μπορεί  κι αύριο από την ίδια ερημιά να σε κοιτάζουν- Δεν είναι εύκολες οι σχέσεις, παραδέχεσαι. Και είναι πολλοί αυτοί που αισθάνονται το ίδιο με σένα. Μήπως γι αυτό να υπάρχει τελικά η ελπίδα μιας μελλοντικής συνάντησης; Ο ποιητής αφήνει να αιωρείται μια πιθανότητα συνάντησης την ίδια στιγμή που αυτή καταργείται. Γιατί ακόμα κι αν σε κοιτάξουν υπάρχει περίπτωση να μη σε δουν. Και να σε προσπεράσουν.

Εσύ εξακολουθείς να πορεύεσαι τον μοναχικό δρόμο του πνευματικού σου βίου. Εσύ, εγώ, ο ποιητής, ο άγνωστος Χ επιβάτης του κόσμου. Καθισμένος στο γραφείο σου , μπροστά στα χαρτιά σου και εισπνέοντας τον καπνό του τσιγάρου σου κολυμπάς σε ένα ουδέτερο μελάνι..Η έμπνευση αρνείται να συντροφεύσει τη μοναξιά σου κι ας έχεις εναποθέσει σ΄ αυτή όλες τις ελπίδες σου για ζωή και φως. Εναγωνίως ζητάς μια πρόφαση, μια αναγνώριση, μια παρουσία. Ένα σημείο επαφής. Ένα σημάδι. Μια προσήμανση μελλοντικής αίσιας έκβασης. Μάταια. Η πόλη καθρεφτίζεται στο τζάμι. Κι εσύ από πίσω. Στο περιθώριο. Από βολική απόσταση. Έξω και πέρα από τη ζωή και τη δράση.

Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Γ Ρίτσου, η γυναίκα με τα μαύρα λέει ότι πρέπει πια να βγεί απ΄ αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δει λιγάκι πολιτεία, να ακούσει  τα μεγάλα βήματά της  και να μην μένει αδρανής έξω και πέρα από τη ζωή και τη δράση.  

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι 
πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —

τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα..


Εδώ-στο ποίημα του Βιστωνίτη- υπάρχει η πνιγηρή ατμόσφαιρα της μοναχικής επιλογής , η αγωνία της αναζήτησης μιας αναγνώρισης αλλά το βήμα μένει μετέωρο και αναποφάσιστο.Κι η πόλη καθρεφτίζεται στο τζάμι...

Και το ταξίδι συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο..

Τώρα είσαι μόνος παρόλα τα αστέρια. Στη λάμπα του γραφείου σου το λιγοστό φως δεν μπορεί να διώξει το σκοτάδι . Κανείς δεν το παρατηρεί πως ζεις χωρίς φως . Είναι που κανείς δεν σε γνωρίζει βαθιά για να μπορεί να καταλάβει τι σου λείπει .Είναι που όλοι γύρω σου έχουν άλλες προτεραιότητες και αξίες από τις δικές σου. Είναι τέλος που οι άλλοι δεν κατανοούν πως μπορεί να σου αρέσει τελικά αυτός ο κόσμος. Να έχει ένα ενδιαφέρον το σκοτάδι σου .Ίσως γιατί το μαύρο είναι πάντοτε το καλύτερο φόντο να ζωγραφίσεις ο,τι θες…
                                             
                                                                     ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ





   


Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ..


Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μαρίζα Κωχ
Πρώτη εκτέλεση: 
Μαρίζα Κωχ

ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ


Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Υ.Γ: Σαν σήμερα, 10 Φεβρουαρίου του 1975, έφυγε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Το ποίημά του Φάτα Μοργκάνα το αγαπώ ιδιαίτερα.


Διαβάζω…
<<Η "Φάτα Μοργκάνα" υπάγεται στους ανώτερους αντικατοπτρισμούς (superior mirage), που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς (inferior mirage), οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και "υγρού οδοστρώματος" στους πολύ ζεστούς δρόμους.
Ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, όπου εκεί βρίσκεται το φανταστικό παλάτι της Φάτα Μοργκάνα. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.

Το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα ανήκει στα Μετεωρολογικά φαινόμενα.>>

Εξαίσια σύλληψη: Ο έρωτας ως ανώτερος αντικατοπτρισμός Κάτι... σαν οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και υγρού οδοστρώματος στους πολύ ζεστούς δρόμους. Διπλός αντικατοπτρισμός με τα αντικείμενα να εμφανίζονται σύνθετα. Νησιά, κρημνοί ,πλοία ή παγόβουνα. Σχεδόν πάντοτε τελειώνει και η έρημος είναι εδώ..Όπως και οι πολύ ζεστοί δρόμοι.. Και τα νησιά , οι γκρεμοί, τα πλοία και τα παγόβουνα αποσυντίθενται στο τέλος.. Μένει η αγάπη. Η αγάπη  που είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους-όπως λέει ένας άλλος αγαπημένος μου ποιητής ο Μανόλης Αναγνωστάκης- Ο έρωτας και η αγάπη..Έχουν γραφτεί πολλά και πολύ περισσότερα έχουν ζήσει οι άνθρωποι  στο όνομά τους. Και είτε πρόκειται για ψευδαισθήσεις ή οφθαλμαπάτες, απλούς ή διπλούς αντικατοπτρισμούς, ένα είναι σίγουρο. Ότι ομορφαίνουν τη ζωή των ανθρώπων …..
                                                            ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ




Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ..

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ: ΜΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΠΑΤΡΑΣ

Υ.Γ: Το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ –Άνθρωποι και ποντίκια- δεν το έχω διαβάσει. Η θεατρική παράσταση όμως που παρακολουθήσαμε χθες από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας με θέμα το βιβλίο αυτό  σε θεατρική  διασκευή  από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Σταύρο Τσακίρη ήταν  σίγουρα μια καλή αφορμή  για συγκίνηση και σκέψη. Γιατί το έργο αυτό είναι ένας ύμνος στα τρυφερά αισθήματα των ανθρώπων που ασφυκτιούν μέσα στην αναλγησία και την υποκρισία μιας εποχής ιδιαίτερα δύσκολης όπως αυτή  διαμορφώθηκε στην Αμερική μετά το οικονομικό κραχ του 1929..Δυο φίλοι φαινομενικά αταίριαστοι μεταξύ τους πορεύονται μαζί για να κάνουν πραγματικότητα ένα απλό όνειρο. Να αποκτήσουν κάποτε γη δική τους και ένα σπίτι όπου θα νιώθουν ελεύθεροι. Ο ένας προστατεύει με τον τρόπο του τον άλλο. Μέχρι που αποδεικνύεται ότι όσο και να επιθυμείς κάτι τα πάντα ανατρέπονται και το όνειρο μπορεί να γίνει εφιάλτης. Η πιο καλή πρόθεση μπορεί να καταλήξει εγκληματική πράξη αν ο νους δεν ισορροπεί σε γερά θεμέλια και αν η πρόνοια των ανθρώπων δεν είναι αρκετή για να τους προστατέψει από τον ίδιο τον εαυτό τους όταν ερωτοτροπούν  με την τρέλα. Η αγάπη που γίνεται επικίνδυνη, που πνίγει και τελικά καταστρέφει  θίγεται  επίσης με σχεδόν αρχαιοελληνική τραγική δεινότητα από τον συγγραφέα που καταφέρνει όμως να σε καθησυχάσει ότι αν οργανώσεις διαφορετικά τα πράγματα μπορεί και να αποφύγεις τα τραγικά αδιέξοδα. Τέλος η μόνη γυναικεία φιγούρα του έργου που καταδικάζεται τόσο σκληρά από την υποκριτική και ιδιαίτερα πουριτανή οπτική της κοινωνίας των αντρών καταφέρνει με το τραγικό της τέλος να παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια μας με μια αθωότητα τόσο καταλυτική που συγκλονίζει τον θεατή και τον κάνει να ντραπεί για οτιδήποτε άσχημο είχε σκεφτεί μέχρι τότε για την ηρωίδα. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ξεφύγει από μια σκληρή μοίρα και ένα πεπρωμένο με υποταγή, πλήξη και απόλυτη απουσία και της ελάχιστης δημιουργικότητας. Το τέλος πικρό σαν το τραγούδι εκείνο που τραγουδούσα μικρή και πάντα με στεναχωρούσε..

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Κλασσική μουσική
Στίχοι: Πιέρ Ατενιάν (1494-1552) - Μουσική:Στάθης Χατζηιωαννίδης

Τραγουδώντας τη χαρά,
με γλυκογάργαρα ασημωμένα νερά,
το ποτάμι ξεκινά στα ψηλή βουνά.
Αργοσέρνεται, γλυστρά,
πάει σε νερόχορτα, που κρυφοζούν τρυφερά,
πλημμυρίζοντας δροσιές, των πουλιών φτερά.

Τ’ άστρα τις νυχτιές,
τις καλαμιές χρυσοφωτίζουνε,
δίνοντας φτερά στις ονειροπνοές.
Λούλουδα μικρά που ονειρεύτηκαν τη θάλασσα,
πέφτουν μιαν αυγή στα θολά νερά.

Λούλουδα μικρά που ονειρεύτηκαν τη θάλασσα , πέφτουν μιαν αυγή στα θολά νερά..Όπως οι ήρωες του έργου του Τζον Στάινμπεκ..Θα μου πείτε: Η Κάθαρση; Αυτή δεν εξηγείται. Νιώθεται Εγώ την ένιωσα δηλαδή γιατί παρά το τραγικό τέλος δικαιώνονται κατά έναν τρόπο όλα τα καλά αισθήματα των ανθρώπων…
                                                           
                                                                                 ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ