ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ
<< Ήξερα πως η
Εκκλησία καταδικάζει την accidia (θλίψη) αλλά αυτή η ιδέα μου φαινόταν τελείως εξωφρενική, σαν κάποιο αμάρτημα
που επινοεί ένας παπάς τελείως αποκομμένος από την πραγματική ζωή. Δεν μπορούσα
επίσης να καταλάβω πώς ο Δάντης ,που αλλού διατείνεται ότι <<η θλίψη σε
ξαναπαντρεύει με το Θεό>>, αντιμετώπιζε με τόση σκληρότητα εκείνους που
ερωτεύτηκαν τη μελαγχολία , αν υπήρξαν ποτέ τέτοιοι άνθρωποι. Δεν υποψιαζόμουν
καθόλου ότι αυτό θα γινόταν μια μέρα ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς της ζωής
μου.
Όσο ήμουν στη φυλακή του
Γουώντσγουερθ, ήθελα να πεθάνω. Ήταν η μοναδική μου επιθυμία. Όταν με μετέφεραν
εδώ, ύστερα από δύο μηνών παραμονή στο αναρρωτήριο, μάνιασα απ΄ το κακό μου ,
γιατί η κατάσταση της υγείας μου παρουσίαζε σταδιακή βελτίωση. Αποφάσισα να
αυτοκτονήσω την ίδια μέρα που θα έβγαινα
από τη φυλακή. Μετά από ένα διάστημα ,αυτή η κακή σκέψη ατόνησε κι αποφάσισα να
ζήσω , φορώντας όμως για πάντα το ρούχο της κατήφειας, όπως ο βασιλιάς δεν αποχωρίζεται την πορφύρα-
να μη χαμογελάσω ποτέ πια- να σκορπίζω το πένθος σε όποιο σπίτι μου άνοιγε την
πόρτα του- να αναγκάσω τους φίλους μου να συγχρονίσουν το βήμα τους στο δικό
μου θλιμμένο βήμα- να τους διδάξω πως η μελαγχολία είναι το αληθινό μυστικό της
ζωής – να τους δηλητηριάσω τη ζωή με μια ξένη θλίψη-να τους φαρμακώσω με τον
πόνο μου. Τώρα νιώθω πολύ διαφορετικά . Καταλαβαίνω πως θα ήταν μεγάλη
αχαριστία και αγένεια να κρεμάω μούτρα όταν θα δέχομαι επισκέψεις από φίλους ,
για να τους αναγκάσω να τα κρεμάσουν κι αυτοί πιο πολύ ως ένδειξη ότι
συμπάσχουν μαζί μου. Ή να τους κάνω το τραπέζι για να γευτούν πικρά χόρτα και
κρεατικά μαγειρεμένα για επικήδειο γεύμα. Πρέπει να μάθω πώς να γίνω χαρούμενος και ευτυχισμένος..>>
<<Νιώθω τον εαυτό
μου να κατακλύζεται από έναν παράξενο πόθο για τα μεγάλα , τα αρχέγονα πράγματα , όπως
η θάλασσα , μεγάλη μητέρα στα μάτια μου , σαν τη γη. Έχω την εντύπωση πως
μιλάμε πάρα πολύ για τη φύση και ζούμε πολύ λίγο μαζί της. Η στάση των Ελλήνων
ήταν πολύ υγιής. Δεν φλυαρούσαν ποτέ για τα ηλιοβασιλέματα , ούτε φιλονικούσαν
για τον αν οι σκιές στο χορτάρι ήταν μαβιές ή όχι. Είδαν όμως πως η θάλασσα
ήταν για τον κολυμβητή και η άμμος για τα πόδια του δρομέα. Αγαπούσαν τα δέντρα
για το δροσερό ίσκιο τους και το δάσος για τη μεσημεριάτικη σιωπή του. Ο
αμπελουργός έπλεκε στα μαλλιά του κλωνάρια κισσού , για να προστατευτεί απ΄ τα
νεαρά κλήματα , και για τον καλλιτέχνη και τον αθλητή , τους δυο τύπους που μας
κληροδότησε η Ελλάδα, έπλεκαν γιρλάντες με τα φύλλα της πικροδάφνης και του
άγριου πετροσέλινου , που διαφορετικά δε θα είχαν καμιά χρησιμότητα για τον
άνθρωπο.
Ονομάζουμε την εποχή μας
ωφελιμιστική , κι όμως αγνοούμε τη χρήση των απλούστερων πραγμάτων. Ξεχάσαμε
πως το νερό είναι για την κάθαρση και η φωτιά για τον εξαγνισμό, και πως η γη
είναι μητέρα όλων. Γι αυτό η τέχνη μας είναι σεληνιακή και παίζει με τους ίσκιους
,ενώ η ελληνική τέχνη είναι ηλιακή και ασχολείται με τα ίδια τα πράγματα.
Διαισθάνομαι πως στα στοιχεία της φύσης κρύβεται ο εξαγνισμός που αναζητώ , σ΄ αυτά
θέλω να επιστρέψω και μέσα τους να ζήσω.>>
Υ.Γ : Εκ βαθέων λοιπόν
ο Όσκαρ Ουάιλντ. Η ψυχή του μιλάει στην
ψυχή μας . Οι σκέψεις του πατάνε γερά στη γη. Πρακτικές και ρεαλιστικές ανάσες για να τα βάλουμε με την όποια θλίψη μας,
δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη και μια αιθεροβάμονα αντίληψη για τη ζωή που μας
απομακρύνει από τους ανθρώπους και τα
πράγματα. Διαισθάνεται και αισθάνεται. Βλέπει και διαβλέπει. Μορφώνει και
διαμορφώνει. Από μια Φυλακή που καλώς ή κακώς έγινε η αφετηρία να γράψει όλα
όσα ίσως δεν μπορούσε να πει στην Ελευθερία.
Η Έκφραση είναι τελικά η Νίκη; Ή και μόνο το ότι και στην πιο μεγάλη απελπισία μας
μπορούμε να σωπαίνουμε εστιάζοντας σε κάτι άλλο, λιγότερο απελπιστικό , ψάχνοντας
να βρούμε μια σταγόνα λευκού στο μαύρο φόντο της μέρας μας; Ο Όσκαρ Ουάιλντ πιστεύει ότι ο άνθρωπος
μαθαίνει να είναι ευτυχισμένος. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις
γι αυτό. Πώς; Μα με τη χρήση των απλούστερων πραγμάτων. Αυτών που συνήθως δεν
δίνουμε σημασία απορροφημένοι από εκείνα που θεωρούμε μεγάλα. Συμφωνώ. Ακόμα κι
αν αναγκάστηκα να συμφωνήσω. Εκ βαθέων ……
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ