Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ...

ΟΠΟΙΟΣ ΑΜΥΝΕΤΑΙ

Όποιος αμύνεται, όταν του κόβει την ανάσα
αυτός που του σφίγγει το λαιμό, προστατεύεται
από ρητή διάταξη του νόμου –
γι’ αυτό και κραυγάζει
πως ευρέθη σε νόμιμη άμυνα. Όμως
αυτός ο ίδιος νόμος το πρόσωπό του αποστρέφει
–και αν τυχόν ιδεί, αντιπαρέρχεται–,
όποτε αμύνεσθε, γιατί σας κόβουν το ψωμί.
Και βέβαια όποιος δεν τρώει πεθαίνει,
το ίδιο παθαίνει δε και όποιος τρώει ελάχιστα,
μόνο που αυτός αργεί λιγάκι να πεθάνει.
Και όσο πεθαίνει –μέρες και μήνες–
του απαγορεύεται η άμυνα.
                         ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ


Υ.Γ:.....Και όσο πεθαίνει –μέρες και μήνες- του απαγορεύεται η άμυνα. Διεκδικούμε λοιπόν την άμυνα..Και η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση…..                                                                                                    ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

ΣΙΓΑ ΜΗ ΦΟΒΗΘΩ......




Κωνσταντίνος Καβάφης «Τελειωμένα»

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο•
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.


Υ.Γ:  Ο φόβος είναι το πιο ανθρώπινο συναίσθημα. Από όπου κι αν πηγάζει δικαιολογείται και είναι κατανοητός. Συχνά σε σώζει ,όταν προνοείς …Αρκεί να ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι. Ο Καβάφης το λέει καθαρά. Πρόσεχε μήπως φοβάσαι λάθος πράγματα..Και δεν φοβάσαι αυτά που πρέπει…
                                                                 ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

ΜΕΓΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΜΙΚΡΩΝ ΑΝΔΡΩΝ!!!

ΣΟΙΜΠΛΕ: Μα γιατί θέλουν να αυτοκτονήσουν; Δεν τους υποσχεθήκαμε να τους σκοτώσουμε εμείς;
ΝΤΑΙΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Κι είχα σκεφτεί κάτι ωραίους τρόπους εξόντωσης! Μούρλια!
                                                   ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ 

Ο ΛΑΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ....................




<<,Και μόνο στην πόλη αυτή, τον πολίτη που δεν συμμετέχει στα κοινά τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο αλλά άχρηστο >>ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ..
  << Όταν η πόλη έχει κοπεί στα δυο για ένα σημαντικό θέμα, όποιος δεν παίρνει θέση είναι άτιμος..>> ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

                                                       ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΕΝ ΔΗΜΩ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ..ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ

Εν δήμω της Mικράς Aσίας

Εκτύπωση

Η ειδήσεις για την έκβασι της ναυμαχίας, στο Άκτιον,
ήσαν βεβαίως απροσδόκητες.
Aλλά δεν είναι ανάγκη να συντάξουμε νέον έγγραφον.
Τ’ όνομα μόνον ν’ αλλαχθεί. Aντίς, εκεί
στες τελευταίες γραμμές, «Λυτρώσας τους Pωμαίους
απ’ τον ολέθριον Οκτάβιον,
τον δίκην παρωδίας Καίσαρα,»
τώρα θα βάλουμε «Λυτρώσας τους Pωμαίους
απ’ τον ολέθριον Aντώνιον».
Όλο το κείμενον ταιριάζει ωραία.

«Στον νικητήν, τον ενδοξότατον,
τον εν παντί πολεμικώ έργω ανυπέρβλητον,
τον θαυμαστόν επί μεγαλουργία πολιτική,
υπέρ του οποίου ενθέρμως εύχονταν ο δήμος·
την επικράτησι του Aντωνίου»
εδώ, όπως είπαμεν, η αλλαγή: «του Καίσαρος
ως δώρον του Διός κάλλιστον θεωρών—
στον κραταιό προστάτη των Ελλήνων,
τον έθη ελληνικά ευμενώς γεραίροντα,
τον προσφιλή εν πάση χώρα ελληνική,
τον λίαν ενδεδειγμένον για έπαινο περιφανή,
και για εξιστόρησι των πράξεών του εκτενή
εν λόγω ελληνικώ κ’ εμμέτρω και πεζώ·
ε ν  λ ό γ ω  ε λ λ η ν ι κ ώ  που είν’ ο φορεύς της φήμης,»
και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα.
http://www.kavafis.gr/images/line.jpg
Υ. Γ: Ένα ποίημα πικρό για τον τρόπο που ο νικητής ή αυτός που επικρατεί στα πολιτικά πράγματα και διαχειρίζεται την είδηση της επικαιρότητας βαφτίζει κατά πως θέλει την πραγματικότητα. Στην ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ ) λοιπόν ανάμεσα στον Οκταβιανό και στον Αντώνιο το αποτέλεσμα ήταν άδηλο. Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Έτοιμα τα δημοσιογραφικά κείμενα της εποχής και κείνα των αντίστοιχων πολιτικών και κομματικών γραφείων να υμνήσουν τον νικητή και να κατακεραυνώσουν τον ηττημένο..Κυρίως να εξάρουν το μεγαλείο του κυρίαρχου..Μόνο το όνομά του λείπει..Μόνο αυτό δεν ξέρουν..Αντώνιος ή Οκταβιανός..Κατά τα άλλα το κείμενο είναι ολόιδιο. Αν νικούσε ο Αντώνιος θα τον εξυμνούσαν αν όχι θα πανηγύριζαν την νίκη του Οκταβιανού. Με την ίδια δουλοπρέπεια, ιδιοτέλεια και συμφέρον..Πόσο ταιριάζουν όλα με την σημερινή πολιτική κατάσταση! Και πόσο αλλάζει η οπτική των ανθρώπων ανάλογα με την εξουσία που υπηρετούν!!! ΛΑΜΠΡΑ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΟΛΑ….

                                        ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

ΑΝΥΠΟΜΟΝΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΑΡΥΘΥΜΟΙ ΒΡΑΧΟΙ...


Σκέφτεται
Ανυπόμονα κύματα
Που σπάνε
Σε βαρύθυμους βράχους.
Ορμητικά ποτάμια
Σκέφτεται.

Γεύεται
Αλμυρά
Τα δάκρυα
Τα λόγια
Των ανθρώπων.
Ισορροπεί στην άκρη.

Θαλασσινό τοπίο στην ομίχλη
Η θλίψη.
Κι οι καταιγίδες της φωνές
Που δεν ακούγονται.
           ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ


Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

ΜΕ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΜΑΣ ΚΟΥΠΙΑ...



 Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
 και παραπάνω
 το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
 τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
 λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
 κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
 και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
 το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
 ώς τον ορίζοντα ώς τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε. *

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
Υ.Γ: Ο τελευταίος στίχος,  η δύναμη του ανθρώπου. Τον αφιερώνω στον πατέρα μου .Σε δύσκολες στιγμές αυτό που μας απόμεινε για να  νιώθουμε ασφαλείς είναι οι στίχοι. Ιδιαίτερα  όσοι κρύβουν αυτό που θέλουν να πουν σε μια μποτίλια πεταμένη στη θάλασσα. Όσο να πεις είναι μεγάλη ικανοποίηση να το ανακαλύπτεις.
                                                     ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΕΝΑΓΩΝΙΩΣ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΛΙΓΗ ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΤΣΙΠΑ....

                         



                          Ήρθε ο λογαριασμός και πάλι
                           Να πληρώσει....
                           Πίστη και ελπίδα
                           Να πληρώσει.....
                           Αδυναμίες 
                           Χρέη ασήκωτα...
                           Ήρθε ο καιρός και πάλι
                           Αλήθειες άβολες να κρύψει
                           Ψέματα ευχάριστα να πει...
                            
                                        ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ.
Υ.Γ: Είναι πολύ γελασμένοι όσοι νομίζουν ότι κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους.
                           
                                     









                        
                         
                           
                 

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Ο ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ.......


• Ένας καινούριος, ένας παρείσακτος είχε σηκωθεί και μιλούσε. Τον βλέπαμε όλοι μας για πρώτη φορά. Μέτριος στο ανάστημα, με αραιά μαλλιά, και χοντρά μυωπικά γυαλιά, τσίριζε περισσότερο παρά που μιλούσε, ορθός στις μύτες των ποδιών, με τις φλέβες του λαιμού φουσκωμένες και το καρύδι πεταχτό πάνω από ένα κακοκουμπωμένο πουκάμισο. Η φωνή του ένρινη και οξεία, πρόδιδε φανερά την ιταλική της προέλευση. Ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης, και είχε φτάσει λίγο καιρό πριν, για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία, από το Πανεπιστήμιο της Macerata. Όταν μου είπαν ότι έγραφε ποιήματα, προσθέτοντας το επίθετο «παράξενα», κάτι σκίρτησε μέσα μου. Σκέφθηκα πόσο θα'ταν ωραίο αν κι αυτός ο τόσο σπουδαίος, που μπορούσε να τα βάλει με αληθινούς φιλοσόφους, ήταν ένα ομοϊδεάτης κι ερχόταν να προστεθεί στην παράταξη που, με την ανυπόμονη φαντασία μου, έβλεπα κιόλας να σχηματίζεται στην Ελλάδα. Ήμουν, όπως και για τους άλλους, ένα φίλος, ένα θαυμαστής των νέων τρόπων στην Ποίηση, και τίποτε άλλο.
Έβγαλε αμέσως από την τσάντα του ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι και μου το χάρισε. Ήταν οι Αγάπες του Χρόνου. Ένας άλλος τρόπος να βλέπεις και να στοχάζεσαι τα πράγματα, το αναποδογύρισμά τους και η ίσια τους μεριά, ταυτόχρονα κι αξεχώριστα. Πολύ γρήγορα γίναμε φίλοι. Στ' αυτιά μου αντηχεί ακόμα η φωνή του η ιδιότυπη, που ήξερε τόσο καλά να απομονώνει τους ωραίους στίχους, να τους γεύεται ώρα πολύ και να τους ακολουθεί σ' όλες τους τις προεκτάσεις.
Δεν έχω γνωρίσει, θα' θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση. Δηλαδή, το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φθάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα του ασθενικά μάτια ως τις πλατωνικές Ουσίες. Η παρουσία του εκείνη την εποχή εκείνη, νομίζω, ήταν καίρια. Επιτέλους, να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, έρημος, που έστρεφε το κάτοπτρο από την ύβρι της ζωής προς το θαύμα της. Και με πίστη, με πεποίθηση, με δύναμη που μόλις χωρούσε στο λιγοστό του σώμα. Οι μέρες του ήταν γεμάτες εργασία. Ήταν οι πέτρες που χρησιμοποιούσε για να χτίσει την ηθική του προσωπικότητα - και αυτό είναι που του έδωσε κάποτε το μεγάλο θάρρος να καταγγείλει την παρακμή και ν' αποτείνει προς τον θεοποιημένο Καβάφη το αγέρωχο ερώτημα «αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;».

Οδυσσέας Ελύτης (για το Γιώργο Σαραντάρη), Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000
Δὲν εἴμαστε ποιητές

Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.
Μόλις πεθάνει
Μόλις πεθάνει
Ἡ ἀγάπη
Θέλει σιωπὴ μεγάλη
Γιὰ νά ῾βρει στὴν ἄκρη τοῦ πόνου
Τὴν περίφημη λίμνη
Τὴ λήθη.

Ἔπος
Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
Ὁ οὐρανός

Υ.Γ:  Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν μιλούσε ωραία. Δεν ήταν όμορφος ούτε  γοητευτικός . Η ασθενική του ματιά δεν πρόδιδε καμιά ποιητική και  καλλιτεχνική σπίθα . Δεν υπήρξε ευτυχής σύζυγος, πατέρας ή... ήρωας με την στενή ή ευρεία έννοια του όρου. Δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση ούτε για τους ομότεχνούς του που χαρακτήριζαν τα ποιήματά του παράξενα… .Είχε όμως ένα ιδιότυπο θράσος να φαντάζεται πως η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευκαιρία για να ανατρέψεις τα δεδομένα των αισθήσεων με εκείνα των αισθημάτων. Έριξε άγκυρα σε λιγοστά λιμάνια..Τον τραβούσαν οι φουρτούνες..Ολιγόζωος… Ποιητής του αλμυρού νερού που πνίγει, ταξιδεύει, δροσίζει, γίνεται σπίτι για γοργόνες και ξωτικά… Ήρθε καιρός που έφυγε το ίδιο αθόρυβα όπως όλοι όσοι έχουν αφήσει πίσω τους σπουδαίο έργο να μιλήσει γι αυτούς… Και να κλάψει…
                                            ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ


Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΣΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ..... ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ...



ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΘΡΕΤΤΑΝΕΛΟ : ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ 11, ΠΑΤΡΑ)

Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, 
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
 
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
 
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, 
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
 
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
 
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω, 
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
 
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο, 
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
 
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
 
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω, 
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
 
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
 
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
 
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
                                 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ…
Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ' το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων
                                ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Ένας Γέρος
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ...

Εκτύπωση

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
 


Στο περίφημο καφενεδάκι της Δεξαμενής, το καφενεδάκι με την εκπληκτική θέα, σχεδόν μονίμως και αποκλειστικά σύχναζε ο μεγάλος μας λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
«Στα 1906 ανέβηκα στη Δεξαμενή. Είναι μια κρίσιμη στιγμή της πνευματικής μου ζωής. Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρό αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, τον καλύτερο εαυτό μου. ……Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες• δεν ήτανε σφιγμένη σε κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία. Οι λεύκες της ψηλές και ρωμαλέες από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά. Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογγούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο.» 5
Το καταπληκτικό αυτό στέκι φαίνεται να γοήτευσε τον Παπαδιαμάντη, γιατί η φυσική ομορφιά του χώρου και η ηρεμία του, σε συνδυασμό με την εκπληκτική θέα που κάποιος μπορούσε να απολαύσει καθήμενος στο καφενεδάκι, άγγιζαν την ψυχή του μοναχικού άνδρα και τον ενέπνεαν στη δημιουργία διηγημάτων.
“Από το 1904 η Δεξαμενή άρχισε να συγκεντρώνη τους λογίους της εποχής. Ανοιχτή τότε ακόμη απ' όλες τις πλευρές προσέφερε εις την ωραίαν πλατείαν αισθητικήν απόλαυσιν. Κάτω απλωνόταν ελεύθερη η πόλις, επάνω η βαρειά σιλουέττα του Λυκαβητού, πέρα στο βάθος, το άφθονο μπλέ της υδατογραφίας του Σαρωνικού, νοτιοδυτικά ο πράσινος κάμπος της Αττικής, όπου το μάτι μπορούσε να πλανάται ελεύθερο χωρίς να σκοντάφτη πουθενά. Ήταν ένα γραφικό φυσικό μπαλκόνι απέναντι στο βράχο της Ακροπόλεως φτιαγμένο για ρεμβασμούς.Γι' αυτά τα πλεονεκτήματά της η πλατεία της Δεξαμενής έγινε γρήγορα το φιλολογικό κέντρο μιας εποχής που έζητούσε ακόμη την έμπνευσιν κατ' ευθείαν από τη φυσική γραφικότητα ……. 0 Παπαδιαμάντης ήταν το στοιχειό της. Η ατμόσφαιρα της τοποθεσίας ήταν ακριβώς εκείνη που ταίριαζε περισσότερο στην ασκητική του ιδιοσυγκρασία. Αν δεν εύρισκε στην Δεξαμενή τά «ρόδινα ακρογιάλια» της Σκιάθου ……. εύρισκε όμως την ησυχία, την μοναξιά ολόκληρη την ημέρα και προπαντός την συντροφιά απλοϊκών ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους μόνο αισθανόταν τον εαυτό του να κινήται ελεύθερα και άνετα….. Τον άφηναν όλη την ημέρα στο απόμερο τραπεζάκι του σιωπηλό, βυθισμένο στους κόσμους των στοχασμών του, να σιγοψέλνη, να σκέπτεται ή να γράφη. " 6
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης που για πολλά χρόνια καθόταν στη Δεξαμενή δίπλα στον Παπαδιαμάντη, αλλά και ο Βάρναλης που τον έζησε επίσης από κοντά δεν διαφοροποιούνται ως προς τις σκέψεις τους για τον μεγάλο μας πεζογράφο
" Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απ' το καφενείο, στο πίσω μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν' ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα. Μακριά απ' τους πελάτες, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα.» 7
Εκεί σ’ αυτήν την πλατεία, κάποια στιγμή, χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να το πιστέψει ότι το κατάφερε, ο Παύλος Νιρβάνας τράβηξε μία από τις απειροελάχιστες και μοναδικές φωτογραφίες του Παπαδιαμάντη, διασώζοντας πολύ καλά τη μορφή του και το όλο του παράστημα : την ασκητική του μορφή με το κεφάλι του γερμένο στον ώμο, να φορά αυτό το τριμμένο και φτωχικό επανωφόρι.
“ Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του και οι τελευταίες του αχτίδες έπεφταν ευνοϊκά στη δυτική πλευρά του καφενείου. Σε μια γωνιά, καλά φωτισμένη, ήτανε μιά καρέκλα.
— Κάθεσαι σ' αυτή την καρέκλα, Αλέξανδρε; του είπα. Σε δυο λεπτά θα τελειώσουμε.
— Να καθήσω... μουρμούρισε.
Κάθησε, έσκυψε το κεφάλι του απάνω στο στήθος και σταύρωσε τα χέρια του απάνω στο μπαστούνι του, που κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του. Δε θα μπορούσε να του δώσει κανείς μια πόζα, πιο σύμφωνη με τη φύση του, και το χαρακτήρα του απ' την ασκητική αυτή πόζα, που είχε πάρει μοναχός του. Ήτανε τυχαία η πόζα αυτή; Ήτανε μελετημένη; Δεν ξέρω. Αν ήτανε το δεύτερο, πρέπει να πιστέψει κανείς, ότι και ο πιο απόκοσμος ασκητισμός έχει τη φιλαρέσκειά του. Στάθηκα αντίκρυ του, βιαστικός μη μου χαλάσει τίποτε την υπέροχη αυτή σύνθεση, που είχα μπροστά μου, και του πήρα δυο "ένσταντανέ" στην ίδια πόζα………Τον ευχαρίστησα, πήρα μαζί μου τω φωτογραφικό κουτί, που έκλεινε ένα θησαυρό για μένα, και κατέβηκα στην πόλη νικητής και τροπαιούχος. Μήπως είχα άδικο; Η μόνη μου ανησυχία ήτανε μήπως δεν επέτυχαν οι πλάκες. Την ίδια βραδιά, όμως, που έκανα την εμφάνιση τους —όλα, είχαν έρθει τυχερά— βρέθηκα μπροστά σε μία μοναδική επιτυχία. Υστερ' από λίγες μέρες, η φωτογραφία του Παπαδιαμάντη η πρώτη, που είχε κάνει στη ζωή του, δημοσιεύτηκε, μεγαλωμένη, σε ολοσέλιδο , στα Παναθήναια. Και η εντύπωση στάθηκε καταπληκτική,.. Μέσα σ' αυτή την εικόνα βρίσκεται ολόκληρος ο Παπαδιαμάντης ” 8
Ο Παπαδιαμάντης αν και σύχναζε για πολλές ώρες στη Δεξαμενή, αν και όλοι τον γνώριζαν όπως άλλωστε κι ο ίδιος, ήταν πολύ λιγομίλητος, σπανίως άλλαζε τραπεζάκι, συχνά με κλειστά τα μάτια σκεφτόταν κάποιο διήγημα που θα έγραφε, ονειροπολούσε τα ακρογιάλια της Σκιάθου, παραδιδόταν στη μαγική θέα και σιγοέψελνε. Με τον μόνο άνθρωπο που μιλούσε αρκετά και χωρίς κόπο ήταν ο κυρ – Στέφανος ο αμαξάς.
“ Είχαν και τους τύπους των οι λόγιοι της Δεξαμενής. Και πρώτος μεταξύ τους ήταν ο κυρ-Στέφανος, ένας άμαξας που ελέγετο πρόεδρος της Δεξαμενής, άνθρωπος εντελώς ιδιότυπος, με ένα είδος περιέργου λαϊκής θυμοσοφίας που διετύπωνε σε μία γλώσσαν επίσης ιδιότυπη, πράγμα που άρεσε εξαιρετικά στον Παπαδιαμάντη ώστε να γίνει ο στενότερος και πλέον έμπιστος φίλος του. Μόνον σ’ αυτόν εξεμυστηρεύετο τις σκέψεις και τα ιδιαίτερά του ο Παπαδιαμάντης. Σε έναν άνθρωπο που δεν είχε υποπτευθή την αξία του και τον αγαπούσε απλώς ως φίλον και όχι όπως όλοι οι άλλοι σαν τον μεγαλύτερο λόγιο της νεωτέρας Ελλάδος. ” 



Υ.Γ:  Πολλά ποιήματα έχουν γραφτεί για καφενεία… Διηγήματα και κάθε είδους πρόζες. Για τις  ζεστές συντροφικές κουβέντες των ανθρώπων γύρω από ένα ζεστό ή κρύο καφέ ,ένα ούζο ή ένα τσιπουράκι , ανάλογα με τα γούστα , τον νταλκά ή την επιθυμία της παρέας..Ή ακόμα του μοναχικού θαμώνα που απολαμβάνει την πολυτέλεια της συντροφιάς που είναι ταυτόχρονα και γεύση και απόλαυση. Πολλά τραγούδια γράφτηκαν με θέμα το καφενείο και τις σχέσεις των ανθρώπων που  μπολιάζονται και σφραγίζονται από στιγμές γύρω από ένα καφέ. Προσωπικά αγαπώ τα καφενεία –στέκια. Εκεί που όταν φεύγεις ,η καρέκλα σου σε περιμένει..Ακόμα κι αν δεν γυρίσεις ποτέ.. Εκεί που οι φίλοι διακόπτουν το τρέξιμό τους για να σε νοιαστούν και συ πάντα το ανταποδίδεις. Όχι από υποχρέωση αλλά από βαθιά επιθυμία ψυχής..Αγαπώ τα καφενεία όπου οι άνθρωποι μοιράζονται σιωπές, αναπνοές και φόβους .Σκέψεις και αισθήματα. Βλέμματα και λυγμούς..Αγαπώ τα φοιτητικά καφενεία κι ας είναι συχνά ψέμα οι υποσχέσεις που εκεί μέσα δίνονται.. Αγαπώ τα καφενεία –στέκια που αφουγκράζονται την πανάρχαια επιθυμία των ανθρώπων για επικοινωνία και συντροφιά ..Τα καφενεία – οάσεις σε άφιλες πόλεις , σε δρόμους χωρίς οξυγόνο , σε γειτονιές που δεν γνωρίζονται..Αγαπώ τα καφενεία –ήχους ..Σαν τον ρυθμό μιας κιθάρας, του νερού που βγαίνει από το βράχο, της καλημέρας που βγαίνει από τη ψυχή.. Για αυτό κι αγάπησα Εσένα που μου τα θυμίζεις τώρα πιο πολύ από ποτέ.. Τα καφεδάκια που πίναμε με φίλους στην Αθήνα..Τότε που όλα έμοιαζαν αυτονόητα... Ένα τέτοιο καφενείο είναι ή τουλάχιστον φιλοδοξεί να γίνει το ΘΡΕΤΤΑΝΕΛΟ..
                                                                       ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ.
                 


      







           





Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΠΙΣΩ ΤΟΥ!!!


Σουρούπωνε. Σαν σε ασπρόμαυρη ταινία η μέρα έριχνε τους τίτλους τέλους της..Έξω έπεφτε βροχή. Αραιά και που ακούγονταν κόρνες από αυτοκίνητα που προσκαλούσαν τη νύχτα σε αγώνα δρόμου. Προχώρησε προς την πόρτα γονατιστός. Η ανάσα του σχεδόν άγγιξε το σκαλιστό ασημένιο πόμολο της κλειστής πόρτας. Είχε περάσει από σαράντα κύματα .Συναισθηματικές ανατροπές και διαψεύσεις ,ανισόρροπες ισορροπίες και προκλητικούς πυροβολισμούς με σιγαστήρα .Είχε διασύρει την κοινή λογική του αποδεχόμενος ακόμα και το πέταγμα του συμπαθητικού και καλοκάγαθου τετράποδου…. Είχε προσπαθήσει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Πλέον είχε πάρει αποφάσεις..Σηκώθηκε στα πόδια του. Άγγιξε το πόμολο που του μετέφερε τη θερμοκρασία παγετώνα. Με μια αποφασιστική κίνηση που θα την ζήλευαν καμικάζι άνοιξε και έκλεισε την πόρτα πίσω του……
                                                                                            ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΝΑ ΜΑΣ ΖΗΣΟΥΝ!!!


Υ.Γ: Δυο αστεράκια γεννήθηκαν σήμερα..Φώτισαν τη ζωή μας..Τα είχαμε τόση ανάγκη!! Ας είναι τυχερά και καλοτάξιδα..!!!Φώτη, Βλασσούλα , να μας ζήσουν!!!

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΚΡΥΒΕ ΤΟ ΔΑΣΟΣ...



Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή πολιτεία του Βορρά  ζούσε ένα δέντρο που έκρυβε το δάσος. Όλοι το ήξεραν με αυτό το όνομα .Φυσικά όχι τυχαία. Ήταν πελώριο και φουντωτό με χοντρό κορμό και γυαλιστερά φύλλα. Οι ρίζες του άπλωναν το βασίλειό τους βαθιά μέσα στη γη, ραγίζοντας βράχους και πέτρες και χορηγώντας ζωή με  το πολύτιμο νερό στο περήφανο δέντρο. Στεκόταν λοιπόν με αυτοπεποίθηση  στην άκρη του δάσους και έκλεβε όλα τα βλέμματα των κάθε λογής επισκεπτών που συνήθιζαν να αποδεικνύουν την μεγάλη αγάπη τους στη φύση με μακρινές στοχαστικές βόλτες στο απέραντο πράσινο του παραπονεμένου δάσους.
        Κι ήταν πράγματι πολύ παραπονεμένο εκείνο το δάσος της πολιτείας του Βορρά. Ενώ ήταν μια ανεξάντλητη πηγή ζωής για δεκάδες ποικιλίες ζώων, μικρών και μεγάλων, περικλείοντας όλα τα είδη των πιο μαγευτικών δέντρων που λικνίζονταν σαν χορευτές στο παραμικρό φύσημα του ανέμου, οι επισκέπτες στέκονταν με δέος και θαυμασμό στην άκρη του, παγιδευμένοι, λες ,από την γοητεία του δέντρου που έκρυβε πάντα το δάσος..Κι επειδή καλό είναι οι δημοκρατικές διαδικασίες να συνηθίζονται και στον κόσμο των παραμυθιών , όλοι οι κάτοικοι του παραπονεμένου δάσους έκαναν συνέλευση για να πάρουν αποφάσεις για την αντιμετώπιση αυτής της περίτρανης αδικίας. Αυτοσυγκεντρώθηκαν και με τη βοήθεια του ανέμου που μεταφέρει τις φωνές των ακίνητων δέντρων, αφού διατύπωσαν τη γνώμη τους, συμφώνησαν τελικά στο εξής. Θα μετέφεραν το παράπονό τους στο περιβόητο δέντρο και θα του έδιναν τρεις μέρες διορία να αναλάβει τις ευθύνες του .
         Πολύ στενοχωρήθηκε το γοητευτικό δέντρο. Δεν ήταν αναίσθητο . Θεώρησε μάλιστα πολύ δίκαιο το παράπονο του δάσους..Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Εκεί που σκεφτόταν πιθανές λύσεις και τρόπους να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, άκουσε άθελά του μια συζήτηση προσγειωμένη στις ρίζες του..Έσκυψε να δει. Ένας μικρός περιηγητής έλεγε στη μητέρα του. Τι ωραίο δέντρο! Πόσο θα΄θελα να μείνω εδώ για πάντα!  Πράγματι , απάντησε η μητέρα του… Κοίταξε όμως ..Αν στρίψεις λίγο πιο κει το κεφάλι σου ,αλλάζοντας την οπτική σου, θα αντικρίσεις το πιο όμορφο δάσος ..Αυτό το δέντρο που θαυμάζεις είναι μόνο ένα μέρος του… Ο μικρός συμφώνησε αλλάζοντας  με εμπιστοσύνη την οπτική γωνία του ..Και αποζημιώθηκε δεόντως..
      Το δέντρο που έκρυβε το δάσος αμέσως κατάλαβε ότι δεν ήταν δική του ευθύνη να αλλάξει την πραγματικότητα..Ο άνθρωπος πάντα είναι αυτός που επιλέγει την οπτική του γωνία στα πράγματα και έχει την ευθύνη αυτής της επιλογής. Μάλιστα ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του..Η βιασύνη, το συμφέρον και η ιδιοτέλεια, η ανασφάλεια και η απαισιοδοξία  είναι μερικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την οπτική γωνία των ανθρώπων..Αλλά και η μετριοπάθεια ,η δικαιοσύνη ,η αισιοδοξία ,η καλοσύνη και η αγάπη …Η οπτική γωνία των ανθρώπων …..Το δέντρο απάντησε με θάρρος στο παραπονεμένο δάσος πως το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να ευχηθεί οι άνθρωποι να επιλέγουν πάντα την σωστή οπτική γωνία..Αλλά για καλό και για κακό θα κρεμούσε στον κορμό του και μια ταμπέλα που θα έλεγε..<<Εσύ που με θαυμάζεις ,μάθε ότι δεν θα υπήρχα χωρίς το δάσος που κρύβω  >>
                                                                                      ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Υ.Γ: Το  αφιερώνω στη μητέρα μου και στη σοφή οπτική γωνία με την οποία  βλέπει και παλεύει τα πράγματα …….

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΤΟΜΟ..ΙΟΥΝΗΣ ΤΟΥ 1944...



Η μέρα έσβησε από νωρίς τον ήλιο.
Αγνάντευε σκοτάδια.
Πνιγόταν σε ένα σύννεφο καπνούς.
Η μέρα αυτή που χάραξε.

Δεν είχε μυρωδιές και άνθη.
Ζωγράφιζε λυγμούς.
Χυνόταν μάταια σε κόμπους δάκρυα.
Η μέρα αυτή που χάραξε.

Είχε ένα κρύο απ΄ το πρωί η μέρα.
Ζέσταινε πυρετούς.
Έφερνε θάνατο χωρίς εσένα.
Η  μέρα αυτή που χάραξε.

Πάντα την κουβαλώ αυτή τη μέρα.
Τη μέρα αυτή που χάραξε.

                           ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ
Υ.Γ: Το ποίημα αυτό είχε άλλον αποδέκτη …Επέλεξα να το δημοσιεύσω ως αφιέρωμα στο μαρτυρικό Δίστομο. Είναι εκπληκτικό πώς ταιριάζουν οι πληγές των ανθρώπων…..