Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΑΣ ΦΙΛΕ ΔΗΜΗΤΡΗ...

                           Υστεροφημία
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ‘ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα ‘ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα ‘ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου – κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει…
                          Κώστας Ουράνης
                            
                                  ΤΑΞΙΔΙ
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
……Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,……ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.


              "Ακόμα δεν μπόρεσα"



      Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ 
      πάνω στην καταστροφή
      δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
      δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
      από τη συντροφιά μου,
      πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
      και πως η μουσική των λουλουδιών,
      ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
      δεν έρχεται στ' αυτιά τους·
      ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ' άλογα
      που θα με φέρουν πλάι τους.
      Να τους μιλήσω,
      να κλάψω μαζί τους
      και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους·
      όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,
      σαν τίποτα να μην είχε γίνει
      σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.

Υ.Γ: Ατέλειωτη σειρά ποιημάτων για το μέγα μυστήριο της Ζωής. Το Θάνατο. Στη μνήμη του αγαπημένου μας φίλου Δημήτρη, που έφυγε τόσο πρόωρα και τόσο ξαφνικά..Άριστος κομμωτής, πιστός φίλος και του Βασίλη μου και του παιδιού μου, τρυφερός πατέρας και σύζυγος. Πάντα ευγενής και γλυκός, αντιμετώπιζε με χιούμορ, αισιοδοξία και δύναμη τις δυσκολίες και τα προβλήματα . Την πολύ σύντομη αρρώστια του δεν κατάφερε να την νικήσει. Έφυγε …Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του που υπεραγαπούσε. Στη γυναίκα του και στα δυο του παιδιά. Του χαρίζω τους στίχους μου..


Αθόρυβα φεύγουν
Οι άνθρωποι
Γλυκά

Σαν πεταλούδας
Άγγιγμα
Βελούδο του νερού
Που χάνεται σαν σύννεφο.

Δεν προλαβαίνεις
Να τους χαιρετήσεις
Να πεις τις τελευταίες
Κουβέντες.
Να τους ζήσεις.

Και ένα καφέ που τους χρωστάς
Γιατί δεν είχες ώρα
Μόνος θα πιείς
Και θα ρωτάς
Που να ναι τώρα….
                             
                                    ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου