-Πως πέρασες στη Στοκχόλμη; Είναι
όμορφη πόλη;
-Υπέροχη… Μουντή ,Βροχερή και Υπέροχη! Εγώ όμως εκεί ανακάλυψα τον
Μυριβήλη…
-Ποιον Μυριβήλη; Τον γνωστό Μυριβήλη;
-Τον Στρατή Μυριβήλη!!
-Και τι σχέση έχει ο γνωστός
Μυριβήλης με την Στοκχόλμη;
- Απολύτως καμιά. Απλώς είχα πάρει
μαζί μου τη ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ..Στα ιατρικά συνέδρια χρειάζομαι πάντα ένα βιβλίο για
να …αλλάζω παραστάσεις..
- Και στις ελεύθερες ώρες σου στη
Στοκχόλμη διάβαζες τη ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ; Εσύ είσαι χειρότερη από μένα…
- Γοητεύτηκα τρομερά από την
σπαρακτική του γραφή , την χαμηλόφωνη και συνάμα εκρηκτική του φωνή …
- Δεν το ΄χω διαβάσει δυστυχώς..Μόνο
μερικά αποσπάσματα …Να το πάρω;
Έτσι έφτασε στα χέρια
μου, κάπως αργά είναι αλήθεια, το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη.Από την αδελφή μου
που λατρεύει τα ταξίδια και τα βιβλία.. Ένα αυτοβιογραφικό αντιπολεμικό έργο που
περιγράφει τον παραλογισμό και την ματαιότητα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Κυρίως
τη φρίκη του, τόσο επίκαιρη σήμερα, με
την πληγή της Συρίας ανοιχτή στη γειτονιά μας, μέσα από τα μάτια ενός φοιτητή –
εθελοντή λοχία, του Αντώνη Κωστούλα, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στα χαρακώματα
πολεμώντας. Μέσα από το ημερολόγιό του λοιπόν, μετά από χρόνια, ο συγγραφέας
διαβάζει τις εμπειρίες του νεκρού πλέον νεαρού στρατιώτη, στα χαρακώματα του Α΄
παγκοσμίου πολέμου. Εμπειρίες που είναι φυσικά του ίδιου του συγγραφέα. Η
περιγραφή είναι τόσο ρεαλιστική και σκληρή που κόβει την ανάσα. Δεν αντέχεται… Περισσότερο
δεν αντέχεται το γεγονός ότι ποτέ δεν διαβάστηκαν από το κορίτσι στο οποίο
απευθυνόταν …
<< Σαν τελειώσει
με το καλό ο πόλεμος ,θα φυλλομετρούμε καμιά φορά τούτα τα παλιόχαρτα
μαζί-μαζί. Θα ΄ χουν αρχίσει πια οι μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες…>>
<<Θα τα΄ αγαπάς
και τούτο δω το ντεφτέρι ,που γράφοντάς το όλο και σε συλλογιέμαι. Τούτες τις ξεχωριστές
ώρες που η ζωή μου είναι τόσο κοντά στο θάνατο και τα χέρια μου είναι τόσο
μακριά απ΄ τα δικά του….>>
<< Έξω από τα
συρματοπλέγματά μας, αντίκρυ στο άκρο αριστερό του χαρακώματος που κρατάει ο
λόχος μας , είναι ένας πολύ μεγάλος και ρηχός τάφος. Φραντσέζοι, Βούλγαροι και
Γερμανοί είναι παραχωμένοι εκεί ανάκατα και πρόχειρα. Κάθε δυο-τρεις μέρες ,σα
νυχτώσει καλά , βγάζουμε αγγαρεία και τους ρίχνει χώμα. Κάθε πρωί το βουλγάρικο
πυροβολικό βαράει , τους ξεθάβει και ξεβρωμάει ο τόπος. Σαν φυσά από κείνη την
μεριά, ο αγέρας μας έρχεται φαρμάκι. Μπαίνει ακόμα και στο στομάχι ,οι άντρες
ξερνάνε. Με τις πρώτες οβίδες ξεβγαίνουν από τα χώματα μισολιωμένα χέρια,
καβουριασμένα σαν ξερά κλωνιά συκιάς. Μουντζώνουν τον ουρανό ή σηκώνουν τη
μαύρη γροθιά στους παρατηρητές μας. Ξεπροβάλλει ακόμα ένα κεφάλι με το κρανίο
μισομαδημένο από τα μαλλιά του. Τα σάπια του μάτια κρέμουνται στα μάγουλα σαν
να έκλαψαν τους βολβούς αντίς για δάκρυα. Είναι κι ένας Γερμανός ,πολύ νέος ,σαν
παιδί του Γυμνασίου φαίνεται. Φορά την κάσκα με το υποσιάγωνο καλά σφιγμένο. Αυτός
βγάζει το κεφάλι και κοιτάει το χαράκωμά μας με ακίνητη προσοχή. Οι άντρες της αγγαρείας
λέν πως είναι πολύ ωραίος ακόμα και σ΄αυτό το χάλι. Είναι κι ένα πόδι με μια
μπότα. Αυτό είναι πάντα ανοικονόμητο. Όσο και να το παραχώσουν δε γίνεται να
σκεπαστεί ολότελα. Σαν πέσει οβίδα κάπου εκεί κοντά , το πόδι με την μπότα
δίνει μια κλωτσιά και βγαίνει έξω ως το γόνατο. Ειδοποιήσαμε κιόλας δυο φορές τους
αντικρινούς μας με χαρτιά που κρέμασαν
οι περίπολές μας να μη βαράν εκεί. Αυτοί τη δουλειά τους. Λοιπόν όσες φορές πήγα στο παρατηρητήριο και
κοίταξα αυτό το θέαμα, ποτές δεν κατόρθωσα να το παραδεχτώ πως μπορεί το χέρι
μου, το πόδι μου ,να βρεθεί σ΄ αυτή την
κατάντια. Θαρρώ πως οι καταδικασμένοι , οι προορισμένοι, έχουν κάποια μυστική
σφραγίδα, σαν τον κόκκινο σταυρό που σημαδεύουν στο κούτελο τα αρνιά του Πάσχα.
Γυρίζω, κοιτάζω τους συντρόφους μου που σαλεύουν ή ακινητούν γύρω μου. Προσπαθώ
να ανακαλύψω πάνω στα πρόσωπα τη μυστική σφραγίδα του αρνιού. Κάποτε θαρρώ πως
την ξεχωρίζω σε μερικούς. Τότες πηγαίνω κοντά, τους χαρίζω κάτι τιποτένια μικροπράγματα,
κανέ τσιγάρο , κανέ κομματάκι σοκολάτα , γίνουμαι τρυφερός μαζί τους. Προπάντων
με κείνους που κάποτε έλαχε ν΄αλλάξω
άσκημα λόγια…..>>
<< Το αδειανό
χωριουδάκι φωτιζόταν πένθιμα, με τα παράθυρά του ανοιχτά, γεμάτα σκοτάδι.
Πέφτουν αναμμένες ρουκέτες μέσα στα ξερά
χορτάρια και μέσα στα στάχυα του μικρού κάμπου, που μάταια ωρίμασαν για τους θεριστάδες.
Λείπουν και δε θάρτουν με τα δρεπάνια τους και με τα τραγούδια τους ποτέ πια. Τα
στάχυα καίγουνται ώσπου να βαρεθούν να καίγουνται….>>
<<Συλλογιούμαι τι νάγινε ο πρώτος
ενθουσιασμός μας. Πέθανε τάχα από πλήξη ή τονε σκότωσε με το καμουτσί του ο
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος; Ένας είπε μια φορά – Ο ενθουσιασμός είναι σαν τα
στρείδια. Τρώγεται μονάχα πολύ φρέσκος.-Αλήθεια. Είναι το μπούγιο. Η κινητήρια
δύναμη. Ώσπου να βάλει μπρος η μεγάλη ρόδα. Κατόπι… Κατόπι μπαίνει στη θέση του
η Ανάγκη..Παίρνει στα χέρια του το καμουτσί της , και <<να πού σε πονεί,
να πού σε σφάζει >>! Το ζήτημα είναι που εμείς οι Ρωμιοί δε μάθαμε ακόμα
να κάνουμε πόλεμο χωρίς ενθουσιασμό. Κι αυτή τη φορά , είναι ολότελα άλλο
πράγμα. Ο πολεμιστής έγινε ένας χερομάχος κατάδικος. Δουλεύει και περιμένει την
ώρα του. Να σκάβεις, να βάζεις σύρματα και να καρτεράς την οβίδα σου……….. Κι
εμείς μιλιούνια κατάδικοι, σκάβουμε όλη τη νύχτα, μπήγουμε τις νέες καταβολάδες
κι αδειάζουμε το αίμα της καρδιάς μας για να ποτίσουμε το περικοκλάδι του
πολέμου, να ριζοβολήσει , να ρίξει κι άλλα βλαστάρια. Δεν είναι παράξενα όλα
αυτά; Όμως έτσι είναι, έτσι είναι πραγματικά…>>
<< Κάτω από το
πετσί του καθενός μας κάθεται, λέω, υπομονετικά ένας Πεθαμένος. Περιμένει εκεί
με την ησυχία και με αξιοπρέπεια την ευκαιρία, πότε να φανερωθεί με τούτη τη
βασιλική αταραξία που έχουν τα αιώνια πράγματα. Τον Πεθαμένο αυτόν τον
ανακατώνουμε σε πλήθος μπερδεψιές μέσα στα λίγα χρόνια που ζούμε. Τον
τραβολογάμε απάνω , κάτω, δεξιά , ζερβά. Όμως αυτός, τσιμουδιά! Απάνω; Κάτω;
Δεν πειράζει. ( θα συλλογιέται ) Δεν είναι δα για να βαστάξει πολύ αυτός ο
παραδαρμός…>>
Υ.Γ: Κάποια βιβλία
ευλογούν τη βιβλιοθήκη μας. Σαν ιερά, χωράνε πολλές ζωές και χρόνια. Δεν
υπάρχουν μόνο γιατί γράφτηκαν αλλά γιατί δεν θα ξαναγραφτούν ποτέ. Τουλάχιστον
με τους ίδιους νεκρούς , που αν μη τι άλλο διεκδικούν ένα πρόσωπο και μια ταυτότητα.
Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ, δεν μιλάει
με παραμύθια και παραβολές , όπως λέει ο Σεφέρης στον Τελευταίο Σταθμό. Εδώ η Φρίκη είναι ζωντανή και κουβεντιάζεται.
Είναι αμίλητη και προχωράει. Δεν είναι όμως μόνο η Φρίκη. Είναι η απόσταση που
παίρνει ο άνθρωπος απ΄ αυτήν…..
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου