Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΒΟΛΤΑ ΜΑΣ.......



Σπρώχνω το αναπηρικό καροτσάκι αργά πάνω στο δρόμο. Δίπλα μας οι καρυδιές αρχίζουν και ξεντύνονται τη φυλλωσιά τους που μέρες τώρα έχει ένα χρυσαφί χρώμα φθινοπωρινό. Το βλέμμα του είναι χαμηλά στο χώμα που πατούμε. Σήκωσε το κεφάλι σου μπαμπά..Του λέω δυνατά για να με ακούσει. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε γύρω σου .Είμαστε στο χωριό σου. Να τα δέντρα σου..Οι κήποι που πότιζες και άνθιζαν υπάκουα στο κάλεσμα του νερού και του αέρα..Να το σπίτι που έχτισες με το μεράκι και τη δύναμή σου. Ψάχνω για καρύδια..Μου λεει αφοπλιστικά και τον αφήνω στην ησυχία του. Βρίσκουμε τρία. Του τα  δίνω και τα κρατάει στο χέρι του σαν θησαυρό. Το καλό του χέρι. Το μοναδικό που κινείται στο χτυπημένο από την αρρώστια σώμα του. Περνάμε από το διπλανό σπίτι που σοδιάζουν ξύλα για το χειμώνα. Μας καλημερίζουν. Σηκώνει αμέσως το γερό του χέρι να χαιρετήσει. Οι κουβέντες του, ακριβές άλλες ώρες, βγαίνουν αβίαστα από το στόμα του. Γεια σας παιδιά..Τί κάνετε… Γιατί πρέπει πάντοτε να χαιρετάμε με ευγένεια τους ανθρώπους που μας μιλούν ..Και αυτός έχει ξεχάσει πολλά αλλά αυτό το θυμάται. Η ευγένεια είναι έμφυτη ,δεν ξεχνιέται..Σκέφτομαι..Συνεχίζω να σπρώχνω το καρότσι στο δρόμο..Να ο δρόμος για το Λιβάδι μπαμπά..του λέω..Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά τρυφερά το δρόμο που ποτέ δεν θα τον ξαναπερπατήσει.  Το  δρόμο που αμέτρητες φορές περπάτησε και περπατήσαμε μαζί του για να μας πει τις ιστορίες της ζωής του. Το ακριβό του Λιβάδι..Μπαμπά να η Παναγία ..του δείχνω την εκκλησία του χωριού…με το ξύλινο…τέμπλο ..συνεχίζει τα λόγια μου..Και αυτό το θυμάται..σκέφτομαι..Είχες ψάλλει πολλές φορές στην εκκλησία..Κάνε το σταυρό σου ..του λέω και υπάκουα σαν μικρό παιδί σταυροκοπιέται..Έχουμε απομακρυνθεί αρκετά..Τόσο που βλέπουμε το χωριό αμφιθεατρικά να μας γνέφει κάτω από την κορυφή του Αι Γιωργάκου… Μπαμπά  σήκωσε το κεφάλι σου και κοίταξε το χωριό σου ..του λέω με φόβο ότι ίσως είναι η τελευταία φορά που το αντικρίζει… Φοβάμαι μην χάσω αυτόν τον ίσκιο που συχνά δεν με θυμάται και εγώ πάντα του θυμίζω το όνομά μου..Φοβάμαι ότι θα χάσω το δεξί του χέρι, το μόνο που κινεί και με χαϊδεύει πάντοτε όταν του το ζητάω..Συνεχίζω να σπρώχνω το καρότσι… Μου φαίνεται σαν σοβαρός… λυπημένος..Αυτός με τα πιο γερά και ακούραστα πόδια..καθηλωμένος και ανήμπορος… Μπαμπά ..πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή; Τον ρωτώ για να πω κάτι.. Γιατί δεν μπορούμε πια να πάμε στον Νιχώρι. Τη βρύση με το πιο χωνευτικό νερό ,όπως έλεγε… Γιατί αυτός που καθάριζε το δρόμο και τον έκανε βατό τώρα είναι καθηλωμένος στο καρότσι και κινεί μόνο το δεξί του χέρι..Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή; Επαναλαμβάνω πιο δυνατά τώρα..Με υπομονή..Τον ακούω να μου λέει κοιτώντας πάντα χαμηλά στο δρόμο..Γιατί με υπομονή; Τον ρωτώ για να ακούσω τη φωνή του πάλι… Δεν υπάρχει άλλος τρόπος , μου λέει και εξακολουθεί να είναι σοβαρός και λυπημένος… Αυτά τα καστανά μάτια που τα κληρονόμησα και γυρίζουν να με κοιτάξουν καθώς στέκομαι όρθια δίπλα του είναι τώρα γεμάτα τρυφερότητα για μένα..για τη φύση που μας αγκαλιάζει ..για τον ήλιο που μας ζεσταίνει και τον αέρα που αναπνέουμε ελεύθερα …μακριά από το κρεβάτι που έγινε πια το μόνιμο σπίτι του..Επιστρέφουμε σιγά σιγά… Η μάνα μου μας περιμένει με αγωνία..Δεν θέλει να τον χάνει από τα μάτια της..μήπως κρυώσει, μήπως κουραστεί, μήπως αρρωστήσει… Δίπλα στις ορτανσίες της αυλής, μας υποδέχεται με μια ζωγραφιά στο χέρι… Έλα να δεις που ζωγράφισα το χωριό μας όπως το βλέπω από την αυλή μας..του λέει και τον φτιάχνει καλύτερα στην θέση του..Ο άγρυπνος φρουρός του..Και στα εύκολα και στα δύσκολα..στα πολύ δύσκολα……. Η βόλτα μας τελείωσε .. Αύριο θα ξαναπάμε πιο μακριά ..του λέω..Τον τοποθετούμε στο κρεβάτι πάλι… Με κοιτάζει με σοβαρότητα και με ρωτά..έχεις πάει στο Λιβάδι; Πολλές φορές ..του απαντώ… Αύριο θα πάμε μαζί με τα πόδια..μου λέει με αφοπλιστική σοβαρότητα… Εγώ θα σε πάω..Θα σου αρέσει πολύ… μου λέει και μου χαμογελά …Εντάξει μπαμπά ..θα πάμε με τα πόδια ..του λέω..Αύριο….

                                                    ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου