II.
ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Δὲν ξέρω τί φοροῦσε στὸ κεφάλι. Τὰ ροῦχα της δὲν εἶχαν
οὔτε σχῆμα οὔτε χρῶμα. Ἐμπῆκε στὸ γραφεῖο κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ δυὸ παιδιὰ καὶ
σέρνοντας τέσσερα. Καθένα ἔκλαιγε ἢ ἐφώναζε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄλλο τραβοῦσε
τὸ φουστάνι της, ἄλλο τὰ μαλλιά της. Ἕνα ἀγόρι ὡς τριῶν χρονῶν ἔτρεμε μὲ κάτι
παράξενα ἀναφιλητά, χωρὶς νὰ κλαίει. Ὅλα μαζὶ -- φριχτὴ συμφωνία -- ἐκοίταζαν
τὴ μητέρα τους ὅπως οἱ μουσικοὶ τὸ μαέστρο. Αὐτὴ ὅμως εἶχε ξεχάσει τὴν
παρτιτούρα της σ᾿ ἕνα κομψὸ γραφειάκι ἀπὸ acajou.
Στάθηκε μπροστά μας μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Κάτι σὰν
ψεύτικο γέλιο, μιὰ γκριμάτσα οἴκτου πρὸς τὸν ἑαυτό της, ἐξηγοῦσε τὰ λόγια της.
Ἦταν Ἀρμένισσα. Ὁ ἄντρας της ἐπέθανε σ᾿ ἕνα χωριό, κ᾿ ἦρθε ἀπὸ κεῖ ζητώντας
ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα παρακαλοῦσε νὰ στεγασθεῖ. Κάποιος ποὺ ἤξερε τὴ
γλῶσσα της τῆς εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ θέσις. Καὶ καθὼς δὲν ἤθελε νὰ
καταλάβει, τὴν ἔβγαλαν ἔξω στὸ διάδρομο. Ἔμεινε ξαπλωμένη μὲ τὰ παιδιά της ὡς
τὸ μεσημέρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ ἴδια ἱστορία. Ἦρθε πολλὲς φορὲς ἀκόμη.
Ἐπιτέλους τὴν ἔριξαν σὲ μία ἀποθήκη. Τριάντα
οἰκογένειες προσφύγων ποὺ ἔμεναν ἐκειμέσα εἶχαν χωρίσει τὰ νοικοκυριά τους
πρόχειρα, μὲ φανταστικοὺς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες ἁπλωμένες, ξύλα
βαλμένα στὴ γραμμή, ἐσχημάτιζαν τετράγωνα, τὰ μαχητικὰ τετράγωνα τῆς τελευταίας
ἀμύνης. Σ᾿ αὐτὲς τὶς φωλιὲς ἀκινητοῦσαν ἢ ἐσάλευαν πένθιμα σκιὲς ἀνθρώπων.
Τρεῖς τρεῖς, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ἀνάμεσα σὲ ρυπαρὰ ροῦχα καὶ ὑπολείμματα
ἐπίπλων, ἦταν σὰ νὰ ψιθύριζαν παραμύθια ἢ νὰ προσπαθοῦσαν σιγὰ ν᾿ ἀποτινάξουν
τὸ σκοτάδι.
Τώρα ἡ ἀποθήκη φωτίζεται ἀπὸ ἕνα κερί. Κάποιο δέμα
τυλιγμένο μὲ καθαρὸ ἄσπρο πανὶ ἔχει τοποθετηθεῖ προσεκτικά, κάθετα πρὸς τὸν
τοῖχο, χάμου. Εἶναι τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς Ἀρμένισσας, ποὺ πέθανε
λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους. Τ᾿ ἀδέλφια του παίζουν ἔξω στὸν ἥλιο. Ἡ
μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ μωρό της. Οἱ ἄλλες
γυναῖκες τὴ μακαρίζουν, γιατί θὰ μπορέσει ἀπὸ αὔριο νὰ πιάσει δουλειά. Εἶναι
σχεδὸν εὐτυχής. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀκόμη περιμένει μὲ τόση ἀξιοπρέπεια...
Υ.Γ: Δεν ξέρω αν αγαπώ περισσότερο τα ποιήματα ή τα
πεζά του. Είναι τόσο ξεχωριστά όλα..Χθες ξαναδιάβασα τα τελευταία. Ένα ένα. Ο
λόγος που αναρτώ τον πρακτικό θάνατο είναι γιατί διαβάζοντάς το κανείς βλέπει το παρόν. Σαν να
μην άλλαξε τίποτε από τότε στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς από την Μεγάλη
Καταστροφή. Ανάλογες εικόνες ζούμε σήμερα με άλλους βέβαια πρωταγωνιστές. Δεν
είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος αυτής της ανάρτησης. Κυρίως είναι η ουσία του
τίτλου. Ο θάνατος μπορεί να είναι πρακτικός; Να επιλύει και να απελευθερώνει;
Να λύνει τα χέρια και την ψυχή; Να είναι λυτρωτικός ; Πόση απελπισία χρειάζεται να ζεις
για να απαντήσεις θετικά σε ένα τέτοιο ερώτημα. Πόση απόγνωση να έχεις για να
μιλάς με όρους μαθηματικούς για το τέλος
που δεν είναι αναστρέψιμο; Ο ποιητής λοιπόν χαρακτηρίζει τον θάνατο του μικρού παιδιού της
ταλαιπωρημένης γυναίκας πρακτικό. Όπως όλοι οι καλοί και ευαίσθητοι άνθρωποι
έχει άλλο στόχο. Δεν το κάνει από ψυχρότητα ούτε από αδιαφορία. Ούτε βέβαια από προκλητικό κυνισμό . Νομίζω είναι
ένα σχόλιο για μια έτσι κι αλλιώς σκληρή πραγματικότητα .Τόσο σκληρή για
κάποιους ανθρώπους που αβοήθητοι βαδίζουν τον δρόμο τους ..Και εξαιτίας της αδιαφορίας
των υπολοίπων βλέπουν με ανακούφιση ακόμα και τον θάνατο… Σε πολλές τελευταίες
ειδήσεις ταιριάζει γάντι αυτό το κείμενο. Απλώς κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε…..
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου