200
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Όλα τα παρακάτω
ποιητικά και πεζά κείμενα για την Ελληνική Επανάσταση τα αφιερώνω στους γονείς
μου, σπουδαίους δασκάλους της Α/θμιας Εκπαίδευσης που μας έμαθαν να διαβάζουμε
σωστά, να απαγγέλλουμε με νόημα, να χορεύουμε και να τραγουδάμε τον ηρωικό
αγώνα των Ελλήνων για Ελευθερία, Ανεξαρτησία και Δικαιοσύνη..
Από όποια σκοπιά και να
δεις την ελληνική επανάσταση, δεν μπορεί παρά να παραδεχτείς ότι αποτέλεσε ένα
θαύμα. Από τα κόκκαλα βγαλμένο ανθρώπων που έβαλαν την αγάπη τους για την Ελευθερία και την
Πατρίδα πάνω από το φόβο και την
απελπισία τους. Τα όποια λάθη, τα σκοτεινά σημεία, οι διχόνοιες, οι παραλείψεις
…δεν είναι παρά η απόδειξη πως ακόμα κι αν οι άνθρωποι σφάλλουν στο τέλος
στέκονται στο ύψος των ιδεών για τις οποἰες
αγωνίζονται.. Το 1821 λοιπόν είναι
ορόσημο Μνήμης για την ματωμένη Ελλάδα της Ιστορίας και Χρέους προς την Ελλάδα του Σήμερα..Γιατί
η Ελευθερία ,η Ανεξαρτησία και η
Δικαιοσύνη δεν είναι αυτονόητες ούτε δεδομένες …Πρέπει να τις
υπερασπιζόμαστε εις τους αιώνες των αιώνων…
ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ
O εθνικός
μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός αποτυπώνει με λυρισμό και συγκίνηση την
σκοτεινή περίοδο της τουρκικής κατοχής στην Ελλάδα στον ύμνο του
προς την ελευθερία…
3.- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.
4.- Ἄργειε νὰ 'λθει ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Επέσανε τα Γιάννενα
(Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
Επέσανε
τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.
Είναι ιδιαίτερα
γνωστοί για την ένοπλη αντίσταση τους απέναντι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων,
ο οποίος μετά από τρεις πολέμους κατάφερε να τους εκδιώξει από το Σούλι το
1803, οπότε κατέφυγαν στα Επτάνησα. Συνεισέφεραν στην Ελληνική Επανάσταση
του 1821, με ηγέτες όπως τον Μάρκο Μπότσαρη και
τον Κίτσο Τζαβέλλα.
Πήραν το Σούλι… Στις 12 του Δεκέμβρη έκαμαν συμφωνία με τον
Βελή, να φύγουν με τα όπλα τους από τούς βράχους τους τούς αιματοβαμμένους. Μα
ο Βελής παρασπόνδισε και με χιλιάδες Τουρκαλβανούς έτρεξε ξωπίσω τους. Όσοι
πήγαν για την Πάργα, πρόφθασαν να σωθούν. Από την ομάδα του Κίτσου που τράβηξε
για το Ζάλογγο 60 Σουλιώτισσες, για να μη πέσουν στην ατίμωση και
τη σκλαβιά,
χόρεψαν τον
αθάνατο του θανάτου χορό. Για λευτεριά, για την τιμή.
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Καλόγερος» που αναφέρεται στον μοναχό Σαμουήλ που ανατίναξε
την μπαρουταποθήκη στο Κούγκι, εμφανίζει τον Πήλιο Γούση να καλεί τον καλόγερο
να παραδοθεί στο Βελή πασά.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Ο
Σαμουήλ
-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' εκείνοι λαβωμένοι!
Κ'είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί - δέν ανασαίνουνε. και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους -
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι!
Δε φαίνετ'ο καλόγερος. μόνος του στ' άγιο Βήμα
προσεύχετο κ'ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λόγι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Η δέησις
- Πατέρα μου, σ'εδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
καί τώρα στά γεράματα
μου δίνεις κατηφρόνια !
Το θέλημά σου ας γενή!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
και πάψε την οργή σου !
Σ' εσένα, σαν ωρφάνεψα,
έδωκα την ψυχή μου -
το Σούλι μου τ' αγκάλιασα
στον κόσμο για παιδί μου.
Τώρα το Σούλι τόχασα…
Ηλθ' η στερνή μου μέρα -
θάλθω σ' εσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι εμείναμε !
Οι άλλοι πεθαμένοι
μες στα λαγκάδια σέρνονται
νεκροί και λαβωμένοι!
Άταφ' αμοιρολόητα
σέπονται τα κουφάρια
στου λόγγου τα χορτάρια.
Όρνια και λύκοι εχόρτασαν
τα μαύρα κρέατά μας.
Συχώρεσε, συχώρεσε,
Πλάστη, τα κρίματά μας!
Και τώρα που θα νάλθωμε
κ' ήμείς στην αγκαλιά σου,
δέξου μας σαν παιδιά σου!
Και κοίταξε τα χέρια μας
τώρα σ' εσέ σκωμένα
πώς είν' από το άπιστο
το αίμα λερωμένα,
κ' ευχαριστήσου, Πλάστη μου,
και πές: «- Εύλογημένοι,
πιστοί μου ανδρειωμένοι!»
Τώρα το Σούλι απέθανε.
δεν έμειν' ένα χέρι
που να μπορή στα δάχτυλα
να σφίξη το μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενού σ' εμάς πατρίδα -
άλλη δεν έχω ελπίδα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….,,,
Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κ' η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις τόνα του το χέρι
το ιερό ποτήρι του και στ' άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζη...
Ο πρώτος εμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε - κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και τού τηνε προσφέρει.
Κ' εκεί πού έψαλλ' ο παπάς μέ τή γλυκειά φωνή του
του δείπνου σου του μυστικού / σήμερον Υιέ Θεού,..
φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι..- καλόγερε, τι κάνεις;..
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο -
και στάζ' απ'τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος -
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο
Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..
Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο.
Κ' ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σά Χάρος.
κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία.
Η
Δέσπω Μπότση με τις κόρες, τα εγγόνια και τις νύφες της, έντεκα νομάτοι, είχαν
κονέψει στον πύργο του Δημουλά κοντά στο χωριό Ριζά της Πρέβεζας..
ΤΗΣ
ΔΕΣΠΩΣ
Ἀχὸς βαρὺς ἀκούεται, πολλὰ τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σὲ γάμο ρίχνονται, μήνα σὲ χαροκόπι;
– Οὐδὲ σὲ γάμο ρίχνονται οὐδὲ σὲ χαροκόπι.
Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ᾿ ἀγγόνια.
Ἀρβανιτιὰ τὴν πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ᾿ ἅρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ Σούλι.
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ Σούλι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».
Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόρες καὶ νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενήκαν.
ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Τρία
πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια*.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες*
δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πότρωγαν* βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα* πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και
σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες, τους
Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ' άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια*,
και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν».
Ν. Γ. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια
του ελληνικού λαού
Ο θάνατος του κλέφτη
(Ιούλιος
Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που την Τουρκιά
ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή
απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό
φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που
κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον
Απρίλη
Ο Δήμος και το καριοφύλι του
(Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης)
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω
να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος
ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλέουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’
η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδριά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
Ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο
Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα,
παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
«Ο
Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
«Ο
Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.
1. Ορισμός της Φιλικής Εταιρείας:
Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια
μυστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας με σκοπό την
προετοιμασία του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Άλλες οργανώσεις,
που είχαν προηγηθεί, δεν έθεταν ως πρώτο στόχο την επανάσταση, αλλά την απόκτηση
παιδείας. Πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι Νικόλαος Σκουφάς,
Αθανάσιος Τσακάλωφ,
Εμμανουήλ Ξάνθος και
Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος.
1. Ο όρκος των Φιλικών
(αποσπάσματα)
Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού
οικειοθελώς, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα.
Να μη φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και λόγους της, μήτε να σταθώ κατ’
ουδένα λόγον η αφορμή τού να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ ότι γνωρίζω τι περί τούτων,
μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν, μήτε εις φίλον μου. [...]
Τέλος πάντων ορκίζομαι εις σε, ω Ιερά Πατρίς
[...] και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου, ότι αφιερώνομαι όλος
εις σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου.
Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία σου η ανταμοιβή των κόπων
μου. [...].
O Θούριος του Ρήγα είναι ο πιο διαδεδομένος
προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους σαράντα πρώτους στίχους του εξαίρεται
η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της επανάστασης σε όλους
τους βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με
ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους.
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά, Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, Τι σ' ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά; Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν, Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες «Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε, Ρήγα Βελεστινλή, Απάνθισμα κειμένων, |
Ο Αλέξανδρος Yψηλάντης, ξεκινώντας από ρωσικό έδαφος, πέρασε
τον ποταμό Προύθο, μπήκε στις Ηγεμονίες και
στις 24 Φεβρουαρίου 1821 κήρυξε την επανάσταση στο Ιάσιο της Βλαχίας (σημερινή
Ρουμανία). Κυκλοφόρησε προκηρύξεις με τις οποίες κήρυττε την επανάσταση,
αφήνοντας να εννοηθεί ότι πίσω απ’ αυτή βρισκόταν η Ρωσία. Παράλληλα, συγκροτούσε
το στράτευμά του.
Παρά
τις δυσκολίες, ο Yψηλάντης συνέχισε τον αγώνα. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο
Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821), όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα, ο Ιερός Λόχος, μια μονάδα που είχε συγκροτηθεί από εθελοντές
σπουδαστές. Η ήττα, ωστόσο, δεν αποφεύχθηκε.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ
Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μή σκορπίση
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Ας το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη'
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα' ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον'
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Αλλ' άν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
1. Οι απαρχές της ελληνικής
επανάστασης
Oι
περισσότεροι από αυτούς [ενν. τους Έλληνες] στην αρχή της επανάστασης ήσαν
χωρίς άρματα [...] και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν τσεμπέρες των γυναικών
των. Ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες τότε ο ένας τον άλλον διά τι εμαζώχθησαν εδώ
και τι θα κάμωμεν. […] Oι Έλληνες εις την αρχήν της επαναστάσεως αυτομάτως
εσυναθροίζοντο εις τα στρατόπεδα [...]. Έπειτα όμως ο Κολοκοτρώνης επρολάμβανε
και τους εσυνάθροιζε διά διαταγής αυτού, ή της κυβερνήσεως, και δεν τους άφηνε
να συνέρχωνται αυτομάτως, διότι εφοβείτο την ραδιουργίαν και την λιποταξίαν και
ήθελε να τους έχη όλους υπό επιτήρησιν.
Φωτάκος (Φώτιος
Χρυσανθακόπουλος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως,
Τουρκικά
στρατεύματα που μετέβαιναν στην Πελοπόννησο για να την καταπνίξουν συνάντησαν ισχυρή και
γενναία αντίσταση σε διάφορα σημεία της Στερεάς Ελλάδας (Αλαμάνα, Γραβιά, Βασιλικά και αλλού) από τις δυνάμεις
οπλαρχηγών όπως ο
Αθανάσιος Διάκος και ο
Οδυσσέας Ανδρούτσος. Σε μια από αυτές τις μάχες (Αλαμάνα )σκοτώθηκε πολεμώντας και ο επίσκοπος Σαλώνων (Άμφισσα) Ησαΐας.
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
(24 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τ’ άλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
– Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες».
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθητε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε».
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
’ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;»
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπεης αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε.
"Για δες καιρό
που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη
χορτάρι".
Την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
«Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι".
Κοντά στην θέση που έγινε η μάχη, στον σημερινό οικισμό Χάνια Σπαρτουλιά της τοπικής κοινότητας Αντρωνίου και δίπλα από
την Εθνική Οδό Πατρών-Τριπόλεως (111) έχει στηθεί από
το 1998 με δαπάνη του Συλλόγου
Τριταιιτών Πάτρας μνημείο προς τιμήν Γιώργη Γιαννιά και των
συμπολεμιστών του που πολέμησαν και έπεσαν εκεί….
Ο Γιώργος Γιαννιάς (1795 - 27
Μαΐου 1821) ήταν αγωνιστής της Eλληνικής
Eπανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε στην Προστοβίτσα (σήμερα
Δροσιά), ένα ορεινό χωριό ευρισκόμενο
στους πρόποδες του Ερυμάνθου, στην ιστορική περιοχή της Τριταίας στην Αχαΐα. Ήταν γιος του περιβόητου κλεφταρματολού Κωνσταντίνου Γιαννιά που έδρασε ως το 1805 όπου πιάστηκε και κρεμάστηκε από τους Τούρκους
στην Πάτρα όταν ο Γιώργης
Γιαννιάς ήταν σε ηλικία μόλις 12 ετών, έπειτα από την προδοσία του κουμπάρου
του όπως μας το λέει και το δίστιχο δημοτικό "Κουμπάροι φάγανε τον Γιαννιά, κουμπάροι και
τον Ζαχαριά".
.
Τον ηρωικό θάνατο του Γιώργη
Γιαννιά τραγούδησε ο λαός με το
ακόλουθο δημοτικό τραγούδι :
Πολλές μανούλαις θλίβονται κι ούλαις παρηγοριώνται
του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριά δεν έχει
στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
τα ριζοβούνια τ' Ωλενού βλέπει σκοτιδιασμένα
μην απ' τα χιόνια τα πολλά, μην από το χειμώνα;
Μήτ' απ' τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από το χειμώνα
τον μαύρο Γιώργη έκλεισαν οι άπιστοι Λαλαίοι.
Αυτοί δεν ήσαν λιγοστοί, ήσαν δυο, τρείς χιλιάδες.
Κι ο Γιώργης ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους
Ντερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι
-<<Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου>>
-<<Μουρτάτη, πώς με πέρασες να βγω να προσκυνήσω;
Μήγαρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω;
Εγώ' μαι ο Γιώργης του Γιανιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστάξω πόλεμο με δώδεκα νομάτους>>.
Μακροπανάγος φώναξεν από ψηλή ραχούλα
<<Βάστα Γιώργη τον πόλεμον, βάστα και το ντουφέκι,
κι εγώ μεντάτι σ'έρχομαι με δύο με τρείς χιλιάδες>>.
<<Τί να βαστάξω, θείε μου, τρείς μέρες και τρείς νύχταις
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνια;>>
Ποιός είν'άξιος και γρήγορος να πάη στην Προστοβίτσα,
να πάει να ειπή της Γιώργενας της νεοπαντρεμένης
να μην αλλάξη την Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάση.
Των Κολοκοτρωναίων
Οι Κολοκοτρωναίοι ήταν από τις πιο παλιές οικογένειες κλεφτών του Μοριά και τη δράση τους εξυμνούν πολλά κλέφτικα
τραγούδια. Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται ειδικότερα στα γεγονότα του 1806,
όταν ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι για την εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου
και της Στερεάς. Ύστερα από συνεχείς αγώνες τριών μηνών και αφού πολλοί
σύντροφοί του σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν, κατόρθωσε ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης να διαφύγει στη Ζάκυνθο (Μάιος του 1806), όπου και κατατάχθηκε
στον αγγλικό στρατό.
«Λάμπουν
τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια.
Ἔτσι λάμπει κ᾿ ἡ κλεφτουριά, οἱ
Κολοκοτρωναῖοι,
Πὄχουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες
πάλες.
Αὐτοὶ δὲν καταδέχονται τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν.
Καβάλα πᾶν᾿ στὴν Ἐκκλησιά, καβάλλα
προσκυνᾶνε,
Καβάλα παίρνουν ἀντίδερο ἀπ᾿ τοῦ Παπᾶ τὸ χέρι.
Φλουριὰ
ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς ἅγιους
καὶ στὸν
ἀφέντη τὸ Χριστὸ ρίχνουνε τ᾿ ἅρματά τους».
5 |
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά
κι ο ήλιος στα λαγκάδια, |
|||||||
10 |
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα
πολεμάνε, |
|||||||
15 |
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά,
βλόγα μας και τα χέρια». |
|||||||
|
Ελάτε να σκορπίσουμε,
μπουλούκια να γενούμε. |
Συγχρόνως,
ελληνικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Θ. Κολοκοτρώνη, διέλυσαν στα Δερβενάκια της Αργολίδας (25-28 Ιουλίου
1822) τη στρατιά του Δράμαλη που είχε φτάσει στην Πελοπόννησο
με σκοπό την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς.
ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ
ΔΡΑΜΑΛΗ
Κατά τη διάρκεια του 1821, οι Τούρκοι
επιχείρησαν να στείλουν στην Πελοπόννησο τρία ασκέρια, για να καταπνίξουν την Επανάσταση.
Κανένα τους όμως δεν κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του, λόγω της ένοπλης
αντίστασης των Ελλήνων αγωνιστών της Στερεάς Ελλάδας. Το ένα από αυτά διοικούσε
ο Μαχμούτ, που ονομαζόταν και Δράμαλης επειδή καταγόταν από τη Δράμα.
Ο Δράμαλης ήταν πασάς της Λάρισας και
διέθετε στρατιωτική πείρα από προηγούμενες επιχειρήσεις στη Σερβία, στις οποίες
συμμετείχε. Αφού κατέστειλε τα επαναστατικά κινήματα στο Πήλιο, στα Άγραφα και
στον Ασπροπόταμο, διορίστηκε αρχηγός της εκστρατείας στην Πελοπόννησο.
Έτσι την άνοιξη του 1822, αφού συγκέντρωσε
στην Υπάτη 18.000 στρατιώτες (πεζούς και ιππείς), πυροβόλα και εκατοντάδες
μεταφορικά ζώα, κατευθύνθηκε νότια. Ο Δράμαλης πυρπόλησε τη Θήβα και μέσω των
Μεγάρων πέρασε με τον πολυάριθμο στρατό του στην Κόρινθο. Από εκεί έφτασε μέχρι
το Άργος χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Τότε ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους
αγωνιστές έθεσε υπό τον έλεγχο του τις διαβάσεις και τα περάσματα,
απομονώνοντας τη στρατιά του Δράμαλη στην πεδιάδα της Αργολίδας. Ταυτόχρονα,
μέσα στο φρούριο του Άργους κλείστηκαν ένοπλοι με αρχηγούς τον Δημήτριο
Υψηλάντη και τον Πάνο, γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι επαναστάτες,
εφαρμόζοντας την τακτική
της «καμένης γης», έκαψαν τα γεννήματα και τα αποθηκευμένα σιτηρά.
Εξαντλημένοι από την πολιορκία του
κάστρου, από την έλλειψη τροφής και τις ασθένειες, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να
επιστρέψουν στην Κόρινθο. Όμως οι τέσσερις οδοί διαφυγής είχαν καταληφθεί
έγκαιρα από τις ελληνικές δυνάμεις, με εντολή του Κολοκοτρώνη. Ο ίδιος έπιασε
το στενό των Δερβενακίων με 2.500 πολεμιστές, κρύβοντας μέσα σε θάμνους 800 από
αυτούς. Αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος),
ο Παπαφλέσσας και ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας, κατέφθασαν για να βοηθήσουν.
Στις 26 Ιουλίου του 1822 έγινε φονική μάχη
στα Δερβενάκια, κατά την οποία οι Τούρκοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν. Όσοι
κατάφεραν να σωθούν, κατέφυγαν στην Κόρινθο. Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν πολλά
λάφυρα, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος.
Έχοντας χάσει το 1/5 του στρατεύματος του,
πολεμικό υλικό και πολλά ζώα, ο Δράμαλης πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο. Η
Επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
1. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
εμψυχώνει τους άνδρες του για ν' αντιμετωπίσουν τον Δράμαλη
(απόδοση στα νέα ελληνικά)
«Έλληνες,
τους είπε, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για τη σωτηρία της
πατρίδας μας και για τη δική μας. Ακούστε τι πρέπει να κάνετε. Αμέσως να πάτε
στα σπίτια σας να πάρετε το φαγητό σας• διέταξα να σας δοθεί όπως και τα
φυσέκια, αλλά να είστε έτοιμοι όλοι οι δυνατοί, τους δε αδύνατους και τα
περιττά πράγματα, τα ζώα και τις κάπες σας να τα στείλετε στο απέναντι βουνό
του Αγίου Γεωργίου, όπου διέταξα να πάνε και τα δικά μου πράγματα. Εκεί θα
είμαι και εκεί θα με βρείτε σε περίπτωση αποτυχίας, γεγονός που απεύχομαι. Αν ο
εχθρός μας νικήσει εκεί θα μαζευτούμε, αυτό σας το λέω έτσι, για να γνωρίζετε
τον τόπο, αλλά σας λέω και αυτό, ότι απόψε ήλθε στο όνειρο μου η τύχη της
πατρίδας μας και μου είπε ότι θα πετύχουμε μεγαλύτερη νίκη από κάθε άλλη στο
παρελθόν ή και στο μέλλον. Είμαι τόσο βέβαιος γι' αυτό που λέω, που σας
συμβουλεύω να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρουμε εκείνα των Τούρκων.
Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώξει πολλούς, θα πάρετε λάφυρα πολλά και
τους θησαυρούς του Αλή Πασά θα τους μοιράσετε με το φέσι, τα φλουριά των
Τούρκων είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχε ο τύραννος της Ηπείρου που τα πήρε
από τους αδελφούς μας. ο Άγιος Θωμάς μας τα έστειλε και είναι
κέρδος δικό μας. Αύριο τέτοια ώρα θα σας δω όλους με τα άρματα των Τούρκων, με
τα άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι μαζί μας και να
μη σας νοιάζει τίποτε. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε όπως σας είπα και να έλθετε
εδώ όλοι να ξεκινήσουμε μαζί».
Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή
Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής
Επαναστάσεως, τόμ. 1, Αθήνα 1974, σσ. 356-357.
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα
του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα ’ς του
Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του
Δράμαλη οι αγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, ’ς
το χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμά ’χουνε τη μαύρη γης,
προσκέφαλο λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του
φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το
συχνορωτάνε:
«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το
κλέφτικο ντουφέκι;».
- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
και παραπίσω οι Έλληνες με τα
σπαθιά ’ς τα χέρια.
Γράμματα πάνε κ’ έρχονται ’ς
των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και
τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μανούλες για παιδιά,
γυναίκες για τους άντρες.
(Δημοτικό τραγούδι)
Το 1823
σκοτώθηκε, πολεμώντας λίγο έξω από το Καρπενήσι, ο Μάρκος
Μπότσαρης.(Στη μάχη αυτή οι έλληνες είχαν πολεμήσει γενναία αλλά η νίκη
επισκιάστηκε από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη)
Θρήνος
μεγάλος γίνεται μέσα στο Μεσολόγγι
Τον
Μάρκο παν στην εκκλησιά, τον Μάρκο παν στον τάφο
Ξήντα
παππάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
Κι
από μεριά Σουλιώτισσες τόνε μοιρολογάνε
Κι
ο γέρο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
Κι
όλο του Μάρκου να ‘λεγε κι όλο του Μάρκου λέει:
«για
σήκω πάνω Μάρκο μου και μη βαριοκοιμάσαι» ...
Ο
βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι
Το
Μεσολόγγι απόμεινε δε θέλει να προσκυνήσει
Στεργιάς
το δέρνει ο Κιουταχής κι ο Αράπης του πελάγου
Κι
ο Μάρκος αποκρύθηκε, μ’ όσο κι αν ημπορούσε
«Δε
μπορώ ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ, να κάτσω
Γιατί
έχω βόλι στην καρδιά, στο πρόσωπο σκοτάδι»
Οι
Τούρκοι, θέλοντας να σπείρουν τον πανικό, κατέλαβαν τη Χίο (Πάσχα 1822) και κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό της (23.000 νεκροί και
47.000 αιχμάλωτοι), γεγονός που προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στην Ευρώπη
Σε απάντηση, ο Κ. Κανάρης και οι άνδρες του ανατίναξαν, λίγο
αργότερα, την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ (Βίκτωρ Ουγκώ // Μετάφραση: Κ. Παλαμάς)
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο
βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν τούτο
ξεχασμένη
μεσ' την
αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η
κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου
μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε
σώνει
μεσ'απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και
φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.
Το 1824 ο σουλτάνος ήρθε σε συμφωνία με τον
ηγεμόνα της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, προσφέροντάς του, σε περίπτωση καταστολής της επανάστασης,
την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Πράγματι, αιγυπτιακός στρατός κατέπνιξε την
επανάσταση στην Κρήτη και κατέστρεψε την Κάσο, ενώ τουρκικές
δυνάμεις έκαναν το ίδιο στα ψαρά.
Στων Ψαρών
την ολόμαυρη ράχη |
Δ. Σολωμός, Ποιήματα..
Κανάρης -ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
Όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση
"Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι".
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει
"Ποιός είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;"
Έτσι εχαθήκαν τα Ψαρά. Κι εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρ’ αρμένισα κατά της Χιος τα μέρη,
κι είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα
"Να, πώς με λεν εμένα!"
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ, θετός γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο επικεφαλής ενός καλά
οργανωμένου τακτικού στρατού. Χωρίς σοβαρή αντίσταση από τις ελληνικές
δυνάμεις, που ήταν καταπονημένες από τον εμφύλιο πόλεμο (βλέπε επόμενη
ενότητα), ανακατέλαβε μεγάλο τμήμα της Πελοποννήσου.
Η
ηρωική προσπάθεια του Παπαφλέσσα να τον σταματήσει (μάχη στο Μανιάκι, 20 Μαΐου
1825) δεν είχε αποτέλεσμα. ΜΑΝΙΑΚΙ
Μ.
Μητσάκης, Το Φίλημα
Στο Μανιάκι,
πάνω στην κορυφή του λόφου, από τους τριακόσιους μαχητές δεν έμεινε κανένας
ζωντανός... Κι ανάμεσά τους ο Παπαφλέσσας, που άρχισε πρώτος τη σφαγή και
σταμάτησε τελευταίος, ωχρός, ξαπλωμένος, με πλατιά πληγή στο στήθος, κρατά
ακόμα το σπασμένο κομμάτι από το σπαθί του, με δάχτυλα σφιχτά... Και ο
Αιγύπτιος ανεβαίνει με καλπασμό αλόγων και κλαγγή ξιφών, με ήχους τύμπανων και
βοή σαλπίγγων, ενώ τα μπαϊράκια του κυματίζουν στον άνεμο του βραδινού και τα
μισοφέγγαρα τους αστράφτουν στον ορίζοντα της δύσης...
Ο Ιμπραήμ έφτασε
στο φρύδι του λόφου, ανέβηκε και στάθηκε. Και μ' ανοιχτό το βλέμμα, έκπληκτο,
αναμετρά τα ψηλά κορμιά των παλικαριών, τα πλατιά τους στέρνα, τα μπράτσα τους
τα δυνατά, τις ωραίες μορφές τους, τα περήφανα μέτωπά τους...
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έτρεξαν, έδειξαν το πτώμα.
– Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το
παλικάρι...
Δυο άντρες τον πήραν από τις μασχάλες, τον σήκωσαν, τον έστησαν στα πόδια του
και πήγαν σε μια κοντινή πηγή. Τον έπλυναν και γύρισαν πίσω, φέρνοντάς τον.
– Στήστε τον εκεί από κάτω.
Τον έστησαν σ' ένα δέντρο, τον ακούμπησαν, τον στερέωσαν στον κορμό, τον
ισορρόπησαν, σαν ζωντανό...
Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει αργά προς το δέντρο, στέκεται και βλέπει σιωπηλός για
πολλή ώρα το άπνοο σώμα του αντιπάλου και κάτω από το φως της σελήνης, που
ανέτελλε εκείνη την ώρα αιματόχροη, κάτω απ' τα κλαδιά που φρικιούσαν πένθιμα,
φιλεί, με ένα παρατεταμένο φίλημα, τον όρθιο νεκρό.
Παράλληλα, τουρκικές και αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν αρχίσει την πολιορκία του
Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825-Απρίλιος 1826), η οποία
τερματίστηκε τη νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου 1826 με την ηρωική έξοδο
των πολιορκημένων Ελλήνων, που κατέληξε σε σφαγή, γεγονός που προκάλεσε
τεράστια συγκίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Α΄ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να
ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί
στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει·
ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο,
μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα,
μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη,
βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση,
και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε
κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του
πολέμου άρχισε:
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον
ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
Β
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί*, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει*·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός* το ξέρει».
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις
τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ' άλλα και υλικά
και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι
Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε,
νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης
τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός,
συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την
ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους
εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους
πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
II
O Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε*.
.....................................................................................
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π' ολονυχτίς εσύσμιξε* με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ'
ασπούδα*,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει*:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Γ΄ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
|
|
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, |
5 |
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη, |
10 |
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο, |
15 |
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! |
20 |
Κι όμορφη
βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του. |
ΕΞΟΔΟΣ
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες
αντρογυναίκες |
|
|
|
13 |
|
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων Ο άνθρωπος ακόμη κι αν του στερήσουν τα
πάντα, έχει κάτι απόλυτα δικό του: την ψυχή του και τη θέληση που ξεπηδάει
απ΄ αυτήν. Όταν είναι δοσμένη σε κάτι υψηλό, καμιά εξωτερική βία δεν είναι
ικανή να την υποδουλώσει. Όσο η ψυχή παλεύει γι αυτό, μένει ελεύθερη. Έτσι
και οι Μεσολογγίτες αν και ήταν πραγματικά πολιορκημένοι,(και απ τους
Τούρκους και από τη πείνα και από τον πόθο της ζωής) παρέμειναν
ψυχικά-εσωτερικά ελεύθεροι. Γίνεται δούλος ο άνθρωπος όταν η ψυχή του αδειάζει
και η θέληση του για αντίσταση ναρκώνεται. |
|
Η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος ,όπως
έχουμε δει, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830 με σύνορα
νότια της γραμμής Αχελώου Σπερχειού
Στη συνέχεια με ενέργειες του Ι. Καποδίστρια
διεύρυνε τα σύνορά της με τη συνθήκη της
Κωνσταντινούπολης 1832
· Τα βόρεια σύνορα του κράτους ήταν η γραμμή Αμβρακικού
– Παγασητικού.
Το ελληνικό κράτος
θα περιελάμβανε τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, την
Εύβοια, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες.
Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ
(ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ)
«Μέριασε,
βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς
δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν
ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι
αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο
Σκύψε
να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
Ο
βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα
του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το
μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα,
τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός
μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα
δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε
τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα
φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο
βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι
Επάνωθέ
του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Ὕμνος εἰς τὴν
Ἐλευθερίαν απόσπασμα.. (158 στροφές )
1.- Σὲ
γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2.- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !
3.- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.
4.- Ἄργειε νὰ 'λθει ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5.- Δυστυχής! ΙΙαρηγορία
μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.
6.- Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ' ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
7.- Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ' ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
8.- Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ' αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
9.- Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
10.- Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή.
δὲν εἲν' εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ.
11.- Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ' ἀνάσαση καμιά.
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φριχτά.
…………………………………………
…………………………………………
15.- Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή……..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου