Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ....

   
    Δεν έχω ούτε ένα ευρώ. Μου είπε με χείλη που έτρεμαν από τη απελπισία, ανάλογη με κείνη που έχεις όταν αποκαλύπτεις έναν έρωτα χαμένο σε προδοσίες και διαδρομές νυχτερινές, στον πιο καλό σου φίλο. Γιατί σε μένα; Ίσως γιατί εγώ, ενώ τον προσπέρασα στον πολυσύχναστο δρόμο βιαστική και φουριόζα, όπως πάντα, μετά από τύψεις και ενοχές γύρισα να τον βρω. Δεν παίρνετε κάποια σύνταξη; Τον ρώτησα .Το βλέμμα του ,τόσο ακίνητο όσο ένα παιδί μπροστά στο θυμωμένο, γιατί δε διάβασες, του πιο άγριου δασκάλου.  Η απάντησή του πιο αφοπλιστική από τον πιτσιρίκο του Παπαδιαμάντη, που στην ερώτηση των θαμώνων στο μπακάλικο της γειτονιάς, πού είναι ο πατέρας σου ,  απαντούσε με αφέλεια απαράμιλλη. Πάει να βρει άλλη γυναίκα.  Δεν  έχω τίποτα πια .
           Κάποιες φορές δεν πρέπει καθόλου να μιλάς . Πρέπει να ακούς. Κάθισα δίπλα του στο σκαλοπάτι, που η μοίρα του όρισε να ακουμπά την βουβή  ζωή του. Έβγαλα από την τσάντα μου τα τριάκοντα αργύρια για να πληρώσω την μελλοντική μου προδοσία, να τον αφήσω εκεί πέρα δηλαδή και να φύγω συνεχίζοντας τη ζωή μου, όποια κι αν είναι αυτή. Με κοίταξε πίσω από δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν. Άρχισε να μιλάει καθηλώνοντάς με δίπλα του.
             Έχασα τη γυναίκα μου πριν δέκα χρόνια. Παιδιά δεν είχαμε. Αυτή  για μένα ήταν  το παν. Ζούσαμε με τη δική της μικρή σύνταξη. Εγώ μόνο προβλήματα της δημιουργούσα. Από την μια δουλειά στην άλλη, πότε με ένσημα, πότε χωρίς. Το αύριο δεν με απασχολούσε. Την είχα δίπλα μου. Για τίποτα δεν ανησυχούσα. Ογδόντα χρόνια ζω , τα μισά και βάλε τα έζησα μαζί της. Ένα πρωί ξύπνησα αλλά καφέ δεν μύριζε το σπίτι. Ούτε άκουσα το στριφογύρισμά της στην κάμαρη να με μαλώνει για τα τσιγάρα που άφηνα εδώ και εκεί μισοσβησμένα στην κουζίνα. Ούτε για τις εφημερίδες που δε δίπλωνα σωστά . Σηκώθηκα παράλυτος , μισός από ένα  κακό προαίσθημα που  έγινε βεβαιότητα το επόμενο λεπτό. Ήταν πεσμένη κάτω.
             Σαράντα διαδρομές για να τη βρω κάνω  χρόνια, κάθε μέρα . Μόνος μου πηγαίνω και μόνος μου γυρνάω. Χωρίς εκείνη, δεν έχω τίποτα πια. Ένα μέρος που μου αναλογεί από τα χρήματά της ,δεν με φτάνουν ούτε για τις πρώτες μέρες του μήνα. Χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρό, χωρίς ψωμί ,χωρίς εκείνη. Ο γέροντας στον πολυσύχναστο δρόμο σώπασε. Κοιτούσε ευθεία μπροστά χωρίς να βλέπει . Στα χέρια του έσφιγγε το δικό μου χαρτονόμισμα.
               Σηκώθηκα να φύγω ανήμπορη να διορθώσω τη ζωή . Κάτι του ψιθύρισα σαν κουράγιο ή κάτι τέτοιο. Με κοίταξε με αγάπη. Απομακρύνθηκα τρέχοντας σχεδόν . Πριν χάσω την επαφή μαζί του, σταμάτησα και γύρισα να τον κοιτάξω.  Τον είδα να περπατά αργά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ψηλός με λυγισμένους ώμους. Γέρος ανυπεράσπιστος χωρίς εκείνη. Συνέχιζε τις διαδρομές του να την ψάχνει. Ενστικτωδώς ύψωσα στον ουρανό τα μάτια μου. Ένα σύννεφο με τη μορφή της μου είπε ευχαριστώ……

                                                     ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου