Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ...


Όπως και να χει, η Πόλη για μας τους Ρωμιούς αποτελεί ένα όνειρο. Ένα τεράστιο απωθημένο που όσο κι αν θέλουμε να το αρνηθούμε επικαλούμενοι ορθολογιστικές αναλύσεις και πικρά ιστορικά γεγονότα αυτό επιμένει να επανέρχεται  κάθε φορά που επισκεπτόμαστε την Πόλη. Η σιωπηλή Αγιά Σοφιά με την Παναγία την Πλατυτέρα , ο αρχοντικός δρόμος των Ρωμιών , το Πέρα , η περίφημη σημερινή οδός Ινστικλάρ- δεν μπορείς να την περπατήσεις και να μη  θυμηθείς τα οδυνηρά Σεπτεμβριανά του 1955- το αλλοτινό και πολυαγαπημένο Σταυροδρόμι της κυρά Λωξάντρας , η Παναγία η  Μπαλουκλιώτισσα  που δεν  της χαλούσε κανένα χατίρι με το περίφημο αγίασμα και την εικόνα που όλο και ασήμωνε η Ρωμιά αρχόντισσα της Πόλης , ο πολυτραγουδισμένος Βόσπορος με τα υπέροχα ελληνικά αρχοντικά που μαρτυρούν περασμένα μεγαλεία, ο Κεράτιος και η θάλασσα του Μαρμαρά , η Παναγία των Βλαχερνών ντυμένη στα άσπρα –δεν έχω δει πιο όμορφη Παναγία-, τα σοκάκια και τα καλντερίμια- τουρκικές λέξεις και οι δυο- οι γεύσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα, οι μουσικές , τα τραγούδια και οι χοροί , τα μπαχάρια και τα μεταξωτά υφάσματα στις περίφημες αγορές της Πόλης, οι Ρωμιοί της που σε καλωσορίζουν με αγάπη και νοσταλγία, το Ζωγράφειο , το Ζάππειο και η Μεγάλη του Γένους σχολή, τα τρία σχολεία της Ομογένειας που λειτουργούν και σήμερα, το Πατριαρχείο με την κλειστή πόρτα του απαγχονισμένου πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τα Πριγκηπόννησα με τις υπέροχες επαύλεις των Ρωμιών και τον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά που τον σέβονται και τον πιστεύουν χριστιανοί και Μουσουλμάνοι- γιατί οι ψυχικές αρρώστιες που γιατρεύει δεν κάνουν διακρίσεις- και αμέτρητα  άλλα τοπία,   ιστορικά και μη…. η επτάλοφος Πόλη με το Π  κεφαλαίο, στέκει εκεί αιώνες , μια τεράστια πληγή στην ψυχή και στο πνεύμα. Για να θυμίζει το Παλιό Μεγαλείο αλλά και την Κατοπινή Προσφυγιά των Ελλήνων  της Μ. Ασίας ..
Μην με παρεξηγήσετε. Δεν πιστεύω στα θαύματα  και δεν σκοπεύω να σας επιβεβαιώσω την πεποίθηση… του πάλι με χρόνια με καιρούς.....Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι Νεκρός ..Και η Πόλη, μια παλιά αγαπημένη, τώρα κοιμάται σε μια ξένη αγκαλιά… Πλήρωσε όλες τις αμαρτίες , τις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων που δεν ήταν, φαίνεται, άξιοι μιας τέτοιας Πόλης..Η Αρχαιοελληνική Τίσις μετά την Ύβρη και την  Νέμεση σε όλο της το μεγαλείο.. Όποιος δεν σέβεται και δεν εκτιμά αυτό που έχει, το χάνει..Με όλη μου την παραπάνω λοιπόν σπαραξικάρδια, ίσως,  αναφορά στην Πόλη και στις ομορφιές της, το μόνο που θέλω να εκφράσω είναι  τον κόμπο στο λαιμό που έχουν οι Ρωμιοί στην θέα της. Αυτός δεν φεύγει. Είναι εκεί .Δεν ξορκίζεται, δεν εκλογικεύεται, δεν διαλύεται , δεν βυθίζεται στη  λήθη… Και όπως λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής με Κωνσταντινοπολίτικες όμως ρίζες Κ.Π Καβάφης, όσο και αν αποχαιρετούμε με αξιοπρέπεια την Πόλη κάθε φορά που φεύγουμε , δίνουμε μια υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσουμε ..Στα ίδια αγαπημένα  μέρη με την ίδια πίκρα στην ψυχή….

Υ.Γ: Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την Πρόεδρο Χαρά Αντωνοπούλου και το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Φιλολόγων Πάτρας για την υπέροχη αυτή εκδρομή που διοργάνωσαν στην Πόλη… Αφιέρωσαν χρόνο και ενέργεια για να είναι όλα όμορφα και λειτουργικά..Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες..Θα πω μόνο τούτο. Ό,τι αξίζει  σε ένα ταξίδι είναι πάνω από όλα , η καλή καρδιά , η παρέα , το μοίρασμα,  η ευγένεια..Η εκδρομή αυτή τα είχε όλα αυτά. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ….

                                                                      ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

ΑΛΙΜΟΝΟ...



ΑΛΙΜΟΝΟ
Αλίμονο αν υποκύπτουμε στις παγίδες
Αν δεν βρίσκουμε τρόπους διαφυγής  από την τρέλα
Αν μένουμε με τις πληγές μας ανοιχτές σε αδιάκριτα βλέμματα
Αν δεν απαιτούμε αυτό που ονειρευτήκαμε όταν βλέπαμε καθαρά
Αν δεν ονειρευόμαστε ακόμα

Αλίμονο
Αν δεν πιστεύουμε στην ύπαρξη ως κάτι μη τετελεσμένο
Αλλά σαν κάτι που μπορεί να  γίνεται  καλύτερο
Αν δεν ριγούμε στα λόγια των ποιητών και στις πλανόδιες μουσικές των δρόμων
Αν δεν αγανακτούμε αν τα ζυγίζουμε όλα με το μέτρο αν ανεχόμαστε διπλά μηνύματα αλληλοσυγκρουόμενα
Αν δεν αναγνωρίζουμε το ψέμα και την αλήθεια που δεν λέγεται ποτέ
Ολόκληρη για τις ισορροπίες

Αλίμονο  
Αν φοβόμαστε την μοναξιά την αγάπη την αδυναμία
Αν θέλουμε να νιώθουμε πάντα δυνατοί και σίγουροι και απόμακροι
Αν στο κεφάλι μας δεν έχει μείνει τίποτα ατακτοποίητο χωρίς λογοκρισία
Αν έχουμε ενοχές , αν δεν έχουμε και αν δεν μετανιώσαμε ποτέ για κάτι
Αν φοβόμαστε το αύριο και χάνουμε το τώρα

Αλίμονο
Αν δεν παραδεχτούμε τα λάθη μας αν δεν τα ξανακάνουμε
Μέχρι να γίνουνε σωστά
Αν δεν κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για όλες τις χαμένες ευκαιρίες
Έτσι κι αλλιώς τιμώντας την απόφασή μας να τις χάσουμε
Αν ερμηνεύουμε τα ποιήματα και δεν τα τραγουδάμε
Αν  οι καημοί, τα δάκρυα, τα πάθη , ο πόνος  δεν βρίσκουν στέγη και τροφή
Στη μέρα μας

Αλίμονο
Αν ξέρουμε  το μυστικό της όποιας ευτυχίας και δεν το μοιραζόμαστε
Αν  πέφτουμε και μας αρέσει έτσι που είμαστε πεσμένοι
Αν δεν είμαστε πάντα έτοιμοι για ένα ταξίδι
Αν η αλλαγή η ανατροπή η όποια ξαφνική πληγή δεν γίνεται αφορμή
Για κάτι ωραίο..

Αλίμονο
                                                                        ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ



Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

ΕΝΑ ΕΥΚΟΛΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

                                       
                               ΠΟΥ ΠΗΓΕ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΟΕΟ;;;;;;;;

      ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ.....

Υ.Γ: ΟΠΟΙΟΣ ΤΟ ΒΡΕΙ ΔΕΝ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ. ΓΙΑΤΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΗ....
                                                ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ



Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

ΚΑΛΗ ΨΗΦΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ!!!


·         Αν με τις εκλογές αλλάζανε τα πράγματα, θα ήταν παράνομες Ανώνυμος
·         Αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες Καρλ Μαρξ
·         Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες
· Εκλογές: μοναδικοί αγώνες όπου κερδίζουν οι περισσότεροι των συμμετασχόντων Πίτερ Λ.
·  Εκλογές: ψευδαίσθηση διαλόγου. Και μετά: τέσσερα χρόνια μονόλογος. Δημοκρατία Δήμου Ν.
·         Εκλογικό σώμα: σώμα μιας χρήσης Μουρταζάγεφ Α.
·       Ένας που έχει πραγματική αξία εκλέγεται άνετα από ώριμο πολιτικά λαό, χωρίς να ζητιανεύει ψήφους Μάλαμας Λ.
·     Εσείς κερδίσατε της εκλογές, εγώ όμως κέρδισα στην καταμέτρηση ψήφων Σαμόσα Α.
·         Θα τους μαυρίσω όλους. Θα τους ρίξω λευκό. Μητρόπουλος Κώστας
·         Να μιλάς με τον πολιτικό για τις εκλογές, είναι το ίδιο σαν να μιλάς με άλογο για ιπποδρομίες Ζβοναρέφ Μ.
·         Ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει λάθος, και για ν' ασκήσει αυτό το δικαίωμα, διεξάγουν εκλογές Άγνωστος
·         Οι εκλογές είναι τσάμπα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε με δόσεις. Στερν Μπιλ
·         Οι κακοί πολιτικοί εκλέγονται απ’ τους καλούς πολίτες που δεν παίρνουν μέρος στη ψηφοφορία. Νατάν
·         Όλοι στις εκλογές από τα δυο κακά Κρουτιέρ Μπ.
·         Ποτέ δεν ψηφίζω υπερ κάποιου. Πάντα ψηφίζω κατά. Φιλντς Β.Σ.
·         Ποτέ οι άνθρωποι δεν λένε περισσότερα ψέματα απ’ ό,τι έπειτα από ένα κυνήγι, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου και πριν από εκλογές
·         Τα αποτελέσματα των εκλογών, σαν κανόνας, είναι μη ικανοποιητικά. Τι μας εμποδίζει να απολαύσουμε τη διαδικασία; Κορνίλοφ Β.
·         Τα χρήματα μαζί με την βλακεία δίνουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να κερδίζεις στης εκλογές Κανόνας του Ουόλτον
·         Τίποτα δεν βλάπτει τόσο το παρελθόν σου, όπως η συγκατάθεση να είσαι υποψήφιος στις εκλογές Άγνωστος

Υ.Γ: Αν οι εκλογές είναι ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ έχουν οπωσδήποτε μια χρησιμότητα. Και εγώ πιστεύω στην συμμετοχή και στη συλλογική δράση. Γιατί τίποτε άλλο δεν μας έχει απομείνει!!!
                                          ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

ΑΜΟΡΓΟΣ..



ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: ΑΜΟΡΓΟΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Υ.Γ:

ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ: ΣΟΥ ΧΑΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ ΤΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΤΙΧΟΥΣ


Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ!
                                        ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ