1
Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε
πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]
* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)
Η ανήλικη και ανύπαντρη Μαρία Φαρράρ, που εργάζεται ως
υπηρέτρια, έρχεται αντιμέτωπη με μιαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οποία και
προσπαθεί με κάθε τρόπο να τερματίσει απ’ τους πρώτους κιόλας μήνες. Πράξη
επιβεβλημένη μιας και επρόκειτο για μια άπορη, ορφανή κοπέλα που δεν ήταν σε
θέση να μεγαλώσει ένα παιδί, και μάλιστα ένα παιδί εκτός γάμου. Γι’ αυτό και ο
ποιητής ζητά επανειλημμένα να μη δείξουν οι αναγνώστες καταφρόνια για το
φοβισμένο αυτό κορίτσι που θα στιγματιζόταν απ’ την κοινωνία, αν έφερνε στον κόσμο
ένα παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη∙ αν έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, για το
οποίο δεν είχε ούτε τα χρήματα να το αναθρέψει, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να
το προστατεύσει απ’ το στίγμα του νόθου.
Υ.Γ: Ένα ποίημα κραυγή.
Μια διαμαρτυρία που ζητά την επιείκεια για την τρομαγμένη παιδοκτόνο Μαρία
Φαρράρ που ..βαρύ ήταν το κρίμα της , μα ο πόνος της πικρός..Κοριτσομάνα ,
καταδικασμένη , του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί… Ένα ποίημα γροθιά στην
υποκρισία μας, στην εύκολη κριτική μας που αμείλικτη καταδικάζει απελπισμένους
ανθρώπους που ναι..έχουν κάνει ένα φοβερό έγκλημα..Αβοήθητοι, σαν λεπροί που τους
αποφεύγουν όλοι, στιγματισμένοι …Πολλά έχουν ειπωθεί αυτές τις μέρες για μια
ανάλογη περίπτωση..Δεν θα μπω στην ουσία..Τί και Πώς… Είμαστε όλοι ένοχοι..Έτσι
νιώθω.. Και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω…
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ