Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΣΟΥΡΗΣ
ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ…
Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ' το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων
ΤΙΤΟΣ
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Ένας Γέρος
|
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ... |
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Στο περίφημο καφενεδάκι της Δεξαμενής, το
καφενεδάκι με την εκπληκτική θέα, σχεδόν μονίμως και αποκλειστικά σύχναζε ο
μεγάλος μας λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
«Στα 1906 ανέβηκα στη Δεξαμενή. Είναι μια κρίσιμη στιγμή της πνευματικής
μου ζωής. Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρό αέρα, τον
ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, τον καλύτερο εαυτό μου. ……Η Δεξαμενή
τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες• δεν ήτανε
σφιγμένη σε κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε
το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία. Οι λεύκες
της ψηλές και ρωμαλέες από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό
τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη
μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν
ένα πλήθος από πουλιά. Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και
βογγούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης
έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο.» 5
Το καταπληκτικό αυτό στέκι φαίνεται να γοήτευσε τον Παπαδιαμάντη, γιατί η
φυσική ομορφιά του χώρου και η ηρεμία του, σε συνδυασμό με την εκπληκτική
θέα που κάποιος μπορούσε να απολαύσει καθήμενος στο καφενεδάκι, άγγιζαν την
ψυχή του μοναχικού άνδρα και τον ενέπνεαν στη δημιουργία διηγημάτων.
“Από το 1904 η Δεξαμενή άρχισε να συγκεντρώνη τους λογίους της εποχής.
Ανοιχτή τότε ακόμη απ' όλες τις πλευρές προσέφερε εις την ωραίαν πλατείαν
αισθητικήν απόλαυσιν. Κάτω απλωνόταν ελεύθερη η πόλις, επάνω η βαρειά
σιλουέττα του Λυκαβητού, πέρα στο βάθος, το άφθονο μπλέ της υδατογραφίας
του Σαρωνικού, νοτιοδυτικά ο πράσινος κάμπος της Αττικής, όπου το μάτι
μπορούσε να πλανάται ελεύθερο χωρίς να σκοντάφτη πουθενά. Ήταν ένα γραφικό
φυσικό μπαλκόνι απέναντι στο βράχο της Ακροπόλεως φτιαγμένο για
ρεμβασμούς.Γι' αυτά τα πλεονεκτήματά της η πλατεία της Δεξαμενής έγινε γρήγορα
το φιλολογικό κέντρο μιας εποχής που έζητούσε ακόμη την έμπνευσιν κατ'
ευθείαν από τη φυσική γραφικότητα ……. 0 Παπαδιαμάντης ήταν το στοιχειό της.
Η ατμόσφαιρα της τοποθεσίας ήταν ακριβώς εκείνη που ταίριαζε περισσότερο
στην ασκητική του ιδιοσυγκρασία. Αν δεν εύρισκε στην Δεξαμενή τά «ρόδινα
ακρογιάλια» της Σκιάθου ……. εύρισκε όμως την ησυχία, την μοναξιά ολόκληρη
την ημέρα και προπαντός την συντροφιά απλοϊκών ανθρώπων, ανάμεσα στους
οποίους μόνο αισθανόταν τον εαυτό του να κινήται ελεύθερα και άνετα….. Τον
άφηναν όλη την ημέρα στο απόμερο τραπεζάκι του σιωπηλό, βυθισμένο στους
κόσμους των στοχασμών του, να σιγοψέλνη, να σκέπτεται ή να γράφη. " 6
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης που για πολλά χρόνια καθόταν στη Δεξαμενή δίπλα στον
Παπαδιαμάντη, αλλά και ο Βάρναλης που τον έζησε επίσης από κοντά δεν
διαφοροποιούνται ως προς τις σκέψεις τους για τον μεγάλο μας πεζογράφο
" Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απ' το καφενείο, στο πίσω
μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε
τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν' ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
Μακριά απ' τους πελάτες, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα
το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα.»
7
Εκεί σ’ αυτήν την πλατεία, κάποια στιγμή, χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να το
πιστέψει ότι το κατάφερε, ο Παύλος Νιρβάνας τράβηξε μία από τις
απειροελάχιστες και μοναδικές φωτογραφίες του Παπαδιαμάντη, διασώζοντας
πολύ καλά τη μορφή του και το όλο του παράστημα : την ασκητική του μορφή με
το κεφάλι του γερμένο στον ώμο, να φορά αυτό το τριμμένο και φτωχικό
επανωφόρι.
“ Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του και οι τελευταίες του αχτίδες έπεφταν
ευνοϊκά στη δυτική πλευρά του καφενείου. Σε μια γωνιά, καλά φωτισμένη,
ήτανε μιά καρέκλα.
— Κάθεσαι σ' αυτή την καρέκλα, Αλέξανδρε; του είπα. Σε δυο λεπτά θα
τελειώσουμε.
— Να καθήσω... μουρμούρισε.
Κάθησε, έσκυψε το κεφάλι του απάνω στο στήθος και σταύρωσε τα χέρια του
απάνω στο μπαστούνι του, που κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του. Δε θα μπορούσε
να του δώσει κανείς μια πόζα, πιο σύμφωνη με τη φύση του, και το χαρακτήρα
του απ' την ασκητική αυτή πόζα, που είχε πάρει μοναχός του. Ήτανε τυχαία η
πόζα αυτή; Ήτανε μελετημένη; Δεν ξέρω. Αν ήτανε το δεύτερο, πρέπει να
πιστέψει κανείς, ότι και ο πιο απόκοσμος ασκητισμός έχει τη φιλαρέσκειά
του. Στάθηκα αντίκρυ του, βιαστικός μη μου χαλάσει τίποτε την υπέροχη αυτή
σύνθεση, που είχα μπροστά μου, και του πήρα δυο "ένσταντανέ" στην
ίδια πόζα………Τον ευχαρίστησα, πήρα μαζί μου τω φωτογραφικό κουτί, που
έκλεινε ένα θησαυρό για μένα, και κατέβηκα στην πόλη νικητής και
τροπαιούχος. Μήπως είχα άδικο; Η μόνη μου ανησυχία ήτανε μήπως δεν επέτυχαν
οι πλάκες. Την ίδια βραδιά, όμως, που έκανα την εμφάνιση τους —όλα, είχαν
έρθει τυχερά— βρέθηκα μπροστά σε μία μοναδική επιτυχία. Υστερ' από λίγες
μέρες, η φωτογραφία του Παπαδιαμάντη η πρώτη, που είχε κάνει στη ζωή του,
δημοσιεύτηκε, μεγαλωμένη, σε ολοσέλιδο , στα Παναθήναια. Και η εντύπωση
στάθηκε καταπληκτική,.. Μέσα σ' αυτή την εικόνα βρίσκεται ολόκληρος ο
Παπαδιαμάντης ” 8
Ο Παπαδιαμάντης αν και σύχναζε για πολλές ώρες στη Δεξαμενή, αν και όλοι
τον γνώριζαν όπως άλλωστε κι ο ίδιος, ήταν πολύ λιγομίλητος, σπανίως άλλαζε
τραπεζάκι, συχνά με κλειστά τα μάτια σκεφτόταν κάποιο διήγημα που θα
έγραφε, ονειροπολούσε τα ακρογιάλια της Σκιάθου, παραδιδόταν στη μαγική θέα
και σιγοέψελνε. Με τον μόνο άνθρωπο που μιλούσε αρκετά και χωρίς κόπο ήταν
ο κυρ – Στέφανος ο αμαξάς.
“ Είχαν και τους τύπους των οι λόγιοι της Δεξαμενής. Και πρώτος μεταξύ τους
ήταν ο κυρ-Στέφανος, ένας άμαξας που ελέγετο πρόεδρος της Δεξαμενής,
άνθρωπος εντελώς ιδιότυπος, με ένα είδος περιέργου λαϊκής θυμοσοφίας που
διετύπωνε σε μία γλώσσαν επίσης ιδιότυπη, πράγμα που άρεσε εξαιρετικά στον
Παπαδιαμάντη ώστε να γίνει ο στενότερος και πλέον έμπιστος φίλος του. Μόνον
σ’ αυτόν εξεμυστηρεύετο τις σκέψεις και τα ιδιαίτερά του ο Παπαδιαμάντης.
Σε έναν άνθρωπο που δεν είχε υποπτευθή την αξία του και τον αγαπούσε απλώς
ως φίλον και όχι όπως όλοι οι άλλοι σαν τον μεγαλύτερο λόγιο της νεωτέρας
Ελλάδος. ”
Υ.Γ: Πολλά ποιήματα έχουν γραφτεί
για καφενεία…
Διηγήματα και κάθε είδους πρόζες. Για τις
ζεστές συντροφικές κουβέντες των ανθρώπων γύρω από ένα ζεστό ή κρύο καφέ
,ένα ούζο ή ένα τσιπουράκι , ανάλογα με τα γούστα , τον νταλκά ή την επιθυμία
της παρέας..Ή ακόμα του μοναχικού θαμώνα που απολαμβάνει την πολυτέλεια της
συντροφιάς που είναι ταυτόχρονα και γεύση και απόλαυση. Πολλά
τραγούδια γράφτηκαν με θέμα το καφενείο και τις σχέσεις των
ανθρώπων που μπολιάζονται και
σφραγίζονται από στιγμές γύρω από ένα καφέ. Προσωπικά αγαπώ τα καφενεία –στέκια.
Εκεί που όταν φεύγεις ,η καρέκλα σου σε περιμένει..Ακόμα κι αν δεν γυρίσεις
ποτέ.. Εκεί που οι φίλοι διακόπτουν το τρέξιμό τους για να σε νοιαστούν και συ
πάντα το ανταποδίδεις. Όχι από υποχρέωση αλλά από βαθιά επιθυμία ψυχής..Αγαπώ
τα καφενεία όπου οι άνθρωποι μοιράζονται σιωπές, αναπνοές και φόβους .Σκέψεις
και αισθήματα. Βλέμματα και λυγμούς..Αγαπώ τα φοιτητικά καφενεία κι ας είναι
συχνά ψέμα οι υποσχέσεις που εκεί μέσα δίνονται.. Αγαπώ τα καφενεία –στέκια που
αφουγκράζονται την πανάρχαια επιθυμία των ανθρώπων για επικοινωνία και συντροφιά
..Τα καφενεία – οάσεις σε άφιλες πόλεις , σε δρόμους χωρίς οξυγόνο , σε
γειτονιές που δεν γνωρίζονται..Αγαπώ τα καφενεία –ήχους ..Σαν τον ρυθμό μιας
κιθάρας, του νερού που βγαίνει από το βράχο, της καλημέρας που βγαίνει από τη
ψυχή.. Για αυτό κι αγάπησα Εσένα που μου τα θυμίζεις τώρα πιο πολύ από ποτέ.. Τα καφεδάκια που πίναμε με φίλους στην Αθήνα..Τότε που όλα έμοιαζαν αυτονόητα... Ένα τέτοιο καφενείο
είναι ή τουλάχιστον φιλοδοξεί να γίνει το ΘΡΕΤΤΑΝΕΛΟ..
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ.
|
|
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου