Απόσπασμα «Η Μητέρα μου»: – Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, 1961
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα
μου ήταν γεμάτες μυστήριο – καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε
καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το
στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα
και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι
όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.
Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα
λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα
σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες
κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που
γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει,
και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους,
έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα,
κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα,
μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους
αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα,
κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά
της, με κοίταζε σα να μου έλεγε:
«Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
«Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το
κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο,
ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να
καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το
καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να
μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το
σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του
καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου
να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους
ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο
σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν
καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν
κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό
μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον
ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο,
κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το
ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.
Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’
ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω
από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και
γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή
μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη:
παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω
πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.
Υ.Γ: Δεν σε αντέχω, της
λέω! Μονίμως να μου σπας τα νεύρα , να διαφωνείς , να μου θυμίζεις τα λάθη μου!!Με κοιτάς με τα γαλανά σου μάτια
και συννεφιάζεις.. Περπατάς με δυσκολία προς την κουζίνα..Τα πόδια σου δεν
αντέχουν πια. Έφτιαξα γλυκό, μου λες ! Τα μάτια σου τώρα γλύκαναν πάλι! Να
πάρεις και για το παιδί… που μου το μεγάλωσες εσύ μάνα μου!!Κάθομαι στη φιλόξενη γωνιά σου και δοκιμάζω το γλυκό σου,
τα κουλούρια σου, τις πίτες σου! Έρχεσαι πίσω μου και μου φέρνεις τη ζακέτα σου! Βάλτη στην πλάτη σου, μου λες !
έχει κρύο σήμερα..Σε κοιτάω που τριγυρίζεις γύρω μου και μια μοσχοβολιά
αγκαλιάζει το δωμάτιο..Ο πατέρας μου ακίνητος στη μέση δεν μας θυμάται..Εσύ
επιμένεις όμως..Όλα τα ξέρει και τα λέει, όποτε πρέπει..Ψάχνουμε στο κινητό μου
την Καστάμονη του Πόντου , πατρίδα της μάνας σου,
της γιαγιάς μου της Μαρίκας..Τα μάτια σου βουρκώνουν..Αχ μάνα μου , λες!! Γιατί κλαις, σου λέω και φοβάμαι μήπως μου φύγεις και πας να
τη βρεις . ..Έτσι, θέλω να τη θυμάμαι ..Το βλέμμα σου ταξιδεύει στην Πόλη που άφησε
προσφυγάκι 7 ετών η γιαγιά μου και είναι σαν να προσκυνάς τον τόπο.. Δε
βαριέσαι!!Οι μάνες είναι παντού , μου λες .Εκεί που τις χρειάζονται τα παιδιά τους..Βλέπεις
την πληγή στο δάκτυλό μου! Ανασηκώνεσαι! Κόπηκες, μου λες !!Γιατί δεν
προσέχεις!!Φέρνεις τα γιατρικά σου και μου δένεις το χέρι! Αμέσως! Βγαίνουμε
στο μπαλκόνι! Η λεμονιά φορτωμένη καρπούς γέρνει μπροστά σου! Σαν να προσκυνάει
η φύση το μεγαλείο της αγάπης σου, μάνα μου! Γελάς…Έλα να δεις τον κοτσυφάκο,
μου λες ! Καμαρώνει πάνω στο κλαδί..Μου δίνει θάρρος που τον βλέπω ..Το πουλάκι
λες και καταλαβαίνει την αγάπη σου πετάει στην άκρη του μπαλκονιού..Σου το
λέω!!Τα πουλιά καταλαβαίνουν, μου λες..
Και τα δέντρα και τα λουλούδια , όλα! Τι ώραία που είναι τα γεράνια σου!
Σου λέω! Το πρόσωπό σου φωτίζεται!!Να πάρεις όσες γλάστρες θες ! Να τις βάλεις
στο μπαλκόνι σου! Θα πάρω μόνο δυο! Όσες θέλεις! Τις πιο όμορφες, μου λες.. ..Τις
πήρα τις γλάστρες σου, μάνα μου!! Όπως τόσα άλλα που μου χεις δώσει!! Ό,τι
ήθελα, όπως ήθελα, όποτε ήθελα..Ποτέ δεν μου αρνήθηκες το παραμικρό..Σου το λέω..Έτσι
κάνουν οι μάνες , μου λες .Κι όταν θα πεθάνω , τότε θα σου δίνω
περισσότερα..Μην λες τέτοια λόγια, σου λέω βουρκωμένη. Στην τσέπη σου τα 'χεις τα δάκρυα ; Γελάς..Είμαι του θεάτρου ρε μάνα...
ΦΟΥΚΑ ΜΑΡΙΑ
Υ.Γ: Το απόσπασμα από
την αναφορά στον Γκρέκο που αναρτώ υπήρχε στο σχολικό μας βιβλίο όταν ήμουν
μαθήτρια Γυμνασίου..όταν το πρωτοδιάβασα δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά
μου ..Ούτε και τώρα μπορώ.. Ο φόβος του συγγραφέα στο τέλος ήταν και είναι και δικός μου φόβος! Που δεν μπορώ ούτε να τον ξεστομίσω… ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΑΜΑ
ΜΟΥ!!!!
Με συγκίνησες βαθιά. Να ξέρεις και τα δικά μου μάτια γέμισαν δάκρυα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα με συγκινείς!!! Να είσαι καλά!! Αχ αυτά τα γεράνια... Πόσο τα αγαπούσαν όλες τους...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστω πολυ και τις δυο σας για τα ομορφα σχολια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή