ΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ: Ο ΣΤΟΟΥΝΕΡ ΤΟΥ JOHN WILLIAMS
Στο επίσης εξαιρετικό επίμετρο του
βιβλίου ο υπέροχος Άρης Μπερλής γράφει:
Νομίζω ότι κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν
είναι ο έρωτας αλλά η αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής, η τραγικότητα της ζωής
του κύριου ήρωά του αλλά και όλων των άλλων χαρακτήρων. Το βιβλίο αφήνει μια
πικρή αίσθηση και μια θλίψη, όχι μόνο στο τέλος αλλά σε κάθε του σελίδα, ακόμη
και στις πιο θερμές, εξαιρετικές περιγραφές της ερωτικής σχέσης του Στόουνερ με
την Κάθριν. Το μόνο αντίδοτο σε αυτή την επίμονη μελαγχολία που διαποτίζει όλο
το μυθιστόρημα είναι, πολύ απλά, η χαρά της ανάγνωσης, η απόλαυση της αφήγησης,
η ηδονή της λογοτεχνίας. Ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει όταν διαβάζουμε τον Βασιλιά Ληρ (το τραγικότερο και
θλιβερότερο ίσως κείμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία) ή άλλες, αναρίθμητες,
τραγωδίες, σε στίχο ή σε πεζό. Γιατί υπάρχει αυτό το παράδοξο με τη λογοτεχνία:
Ενώ προωθεί και καλλιεργεί τη συναισθηματική ταύτιση (empathy) του αναγνώστη,
ενώ μας προτρέπει «να μπούμε στη θέση του άλλου», ταυτόχρονα προσφέρει με την
έντεχνη διεκτραγώδηση δεινών αισθητική ευχαρίστηση – σαν να εκμεταλλεύεται πάθη
και ανθρώπινη δυστυχία χάριν των δικών της καθαρά καλλιτεχνικών σκοπών. Από
αυτή την αισθητικοποίηση της τραγικής μοίρας των ανθρώπων επωφελούμαστε κι
εμείς ως αναγνώστες.
Ο Στόουνερ είναι χρονικό
μιας ολόκληρης ζωής, της ζωής του Γουίλιαμ Στόουνερ, από την ηλικία των έξι
ετών, όταν άρμεγε τις αγελάδες στο χωριό, μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο στα
εξήντα πέντε του, στο τέλος μιας πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας σαράντα ετών ως
καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας. Αν και άμοιρος λογοτεχνικής παιδείας (ή
μάλλον ακριβώς γι’ αυτό), ο Στόουνερ όταν ακούει στο πανεπιστήμιο το 73ο σονέτο
του Σαίξπηρ εντυπωσιάζεται τόσο, ώστε αποφασίζει να εγκαταλείψει τις γεωπονικές
σπουδές και να μεταπηδήσει στις φιλολογικές. Αυτό είναι το ορόσημο στη ζωή του:
ένα σονέτο πού μιλάει για τα νιάτα που μαραίνονται, χρησιμοποιώντας
καταθλιπτικές μεταφορές (κίτρινα φύλλα, τσουχτερός αέρας, σύθαμπο, αποκαΐδια),
αλλά με τη βεβαιότητα (ή την ελπίδα) ότι αυτή η άχαρη πραγματικότητα θα
ενδυναμώσει τον έρωτα του αγαπημένου (γιατί «Καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα
χάσει»). Το ποίημα μιλάει για τον μαρασμό, όχι για τον θάνατο, παρά μόνον αν τον
δούμε σαν φυσική κατάληξη της φθοράς………………….
Υ.Γ: Είχα χρόνια να κλάψω επηρεασμένη από ένα
βιβλίο. Ο Στόουνερ όμως , με την πικρή του ιστορία με άγγιξε τόσο, ώστε να μην
μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου. Όχι τόσο γιατί έζησε μια εξαιρετικά θλιβερή προσωπική ζωή με
μια προβληματική γυναίκα που δεν κατάφερε ποτέ να τον αγαπήσει - η Αμερική του μεσοπολέμου βρίθει από τέτοιες
πουριτανές γυναίκες που θεωρούν τον έρωτα αναγκαίο κακό για την διαιώνιση του
είδους- ούτε επειδή κατέστρεψε και τη ζωή της μοναχοκόρης του η δική του απελπιστικά
μίζερη σχέση. Η παραίτησή του από τη ζωή και τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ,η
απόγνωση και η απελπισία του που δεν μεταφράστηκαν ποτέ σε θυμό ή αγανάκτηση
που ενδεχομένως να τον οδηγούσαν σε καλύτερες επιλογές , η παθητική και ιδιαιτέρως
υποχωρητική του στάση απέναντι σε αυτά που τον έπνιγαν με έκαναν να νιώσω και
εγώ το ίδιο πνιγηρό συναίσθημα..Και ενώ ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είχε
κάποιες αναλαμπές αντίδρασης και ρήξης με ό,τι δεν συμφωνούσε έχοντας
ουσιαστικά μετατρέψει τη δουλειά του σε ένα καταφύγιο που προσπαθούσε να
περιφρουρήσει από την προχειρότητα, την ευτέλεια και την αδιακρισία , στις σχέσεις που δημιουργούσε ήταν πάντοτε στερημένος από την αποδοχή και
κυρίως την αγάπη. Από μικρό παιδί μέχρι που έφυγε από τη ζωή μάταια αποζητούσε και τα δυο. Όταν συνάντησε
πραγματικά τον έρωτα , η λογική του και η κακώς εννοούμενη ισορροπία ανάμεσα
στο θέλω του και στο πρέπει τον εμπόδισαν να κάνει το μόνο λυτρωτικό και
σωτήριο . Να τα βροντήξει όλα κάτω και να φύγει.. Αντίθετα παρέμεινε πιστός σε μια νομοτέλεια που απαιτεί την σύνθλιψη
του εγώ στο βωμό της όποιας κοινωνικής εικόνας που ποτέ δεν είναι αυτή που
φαίνεται. Οφείλω όμως να ομολογήσω κάτι. Πέρα από την παταγώδη αποτυχία του να
ζήσει όπως επιθυμούσε είχε πάντοτε μια, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας του
βιβλίου , γκρίζα ειλικρίνεια που δεν ωραιοποίησε ποτέ του τίποτα θλιβερό για να
μπορέσει να το αποδεχτεί πιο εύκολα.
Είχε την επίγνωση των λαθών του και των καταστροφικών συνεπειών τους στους άλλους. Είχε, τέλος, την αδιαμφισβήτητη γενναιότητα να αντιμετωπίζει με
αξιοπρέπεια και έναν ιδιότυπο αυτοσαρκασμό κάθε του πτώση
Ακόμα και τον θάνατό του..
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου