Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ....


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΡΟΖΑΦΑ

Έπεσε η οµίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις µέρες και τρεις νύχτες η οµίχλη
έµεινε εκεί. Μετά τρεις µέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναµος άνεµος έπνευσε και ανύψωσε την οµίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε µέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο µέγα. Τη µέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεµιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν. 
Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να’ σαι καλά, ω καλέ
γέροντα. Πού τη βλέπεις όµως συ την καλή δουλειά; Τη µέρα το υψώνουµε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να µας πεις χαρµόσυνο; Τι πρέπει να κάνουµε για να κρατήσουµε τους τοίχους στα πόδια τους; 

Εγώ ξέρω – αποκρίνεται ο γέροντας – αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αµαρτία. Ρίξ΄ την αµαρτία πάνω µας, γιατίθέλουµε να κρατήσουµε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεµένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεµένοι είµαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουµε τις τρεις κοπέλες µας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουµε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο; Αν θέλετε να στεριώσει δεσµευτείτε µε όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι µη µιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως. 

Αυτά είπε ο γέροντας και σε µια στιγµή εξαφανίστηκε. Συµφορά, ο µεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στηγυναίκα του να µην πάει εκεί την επόµενη µέρα. Κι ο µεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο µικρός κράτησε το λόγο του, δε µίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε µίλησε.  Ξηµέρωµα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κοµµατιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η µάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη µεγάλη: Καλέ µεγάλη νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Της απαντάει η
µεγάλη νύφη: Πίστεψέ µε µάνα, σήµερα δεν µπορώ να πάω, γιατί είµαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη µεσαία: Καλέ µεσαία νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Πίστεψέ µε µάνα, σήµεραδεν µπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς µου. Τότε η µάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη µικρότερη: - Καλέ µικρή νύφη. Η µικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε µητέρα. Οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες. Πίστεψέ µε µάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο µικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουµε εµείς, δεν τον αφήνουµε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες. 

Σηκώνεται η µικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωµί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του µάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των µαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω µάστορες. Μα τι είναι αυτό;  Σταµατάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλοµιάζουν. Όταν βλέπει ο µικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι: - Τι έχεις αφέντη µου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο µεγάλος:  Ω έχεις γεννηθεί σε µαύρη µέρα, νύφη µου. Εµείς συµφωνήσαµε να σε χτίσουµε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όµως µια τελευταία επιθυµία: όταν µε χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί µου µάτι, να αφήσετε έξω το δεξί µου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί µου πόδι, να αφήσετεέξω το δεξί µαστό µου. Γιατί το γιο µου τον έχω µικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει µε το ένα µάτι θα τον βλέπω, µε το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, µε το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί µαστό µου να πίνει. Να ζεσταθεί ο µαστός µου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος µου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει. 

Παίρνουν τη µικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεµέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, 
υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγµένοι στέκουν και µουχλιασµένοι ακόµη και σήµερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της µάνας για το γιο της. Κι ο γιος µεγάλωσε, θάρρεψε και πολέµησε.

Υ.Γ: Το κάστρο της Ροζάφα είναι μια παραλλαγή του περιβόητου γεφυριού της Άρτας. Μια από τις πολλές  που υπάρχουν στα Βαλκάνια και όχι μόνο. Μας έρχεται από την γειτονική Αλβανία.  Βλέπεις παντού στον κόσμο τα μεγάλα έργα για να γίνουν χρειάζονται θυσίες. Προσωπικές θυσίες. Στην λογοτεχνία λοιπόν αλλά και στην ζωή πρέπει να εστιάζουμε σε αυτά που μας ενώνουν και όχι μόνο σε αυτά που μας χωρίζουν.  Η μικρή νύφη λοιπόν χτίζεται στα θεμέλια του κάστρου της Ροζάφα. Μόνο που διατυπώνει την τελευταία της επιθυμία. Να της αφήσουν έξω τον δεξί μαστό της για να θηλάζει το μωρό της …όπως και η γυναίκα του πρωτομάστορα που αλλάζει την κατάρα της σε  ευχή από αγάπη για τον αδελφό της …Συγκλονιστικά και τα δυο….
                                                ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου