Υ.Γ: Τα Ανεπίδοτα Γράμματα
του Μιχάλη Γρηγορίου σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου πολύ με συγκινούν έτσι όπως τραγουδιούνται
από την Αφροδίτη Μάνου και τον Σάκη Μπουλά…
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο
τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη
Βάλαμε τις στάμνες
εκεί που έστρωνε την τρύπια κουρελού
μιλάμε για τη δήλωση
τις ώρες που έμενε σκυφτός
διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα.
εκεί που έστρωνε την τρύπια κουρελού
μιλάμε για τη δήλωση
τις ώρες που έμενε σκυφτός
διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα.
Τότε θάπρεπε νάταν που μας έπιασε βροχή…
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το
πρόσωπο σου
στο τζάμι της βιτρίνας.
στο τζάμι της βιτρίνας.
Κάτι ψιχάλες πέσαν στα μαλλιά σου και το σβήσανε.
Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου.
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
Στο θάλαμο κρυώνουν.
Με τα πόδια στις κουβέρτες
με το παλτό στην πλάτη
παίζουν σκάκι.
θα σε έπαιρνα μαζί μου.
Στο θάλαμο κρυώνουν.
Με τα πόδια στις κουβέρτες
με το παλτό στην πλάτη
παίζουν σκάκι.
Ο Νικόλας στη γωνιά
ξαναδιαβάζει το γράμμα του Σεπτέμβρη.
Σκαλίζει μες στις λέξεις
μετράει τα γρατσουνίσματα της πέννας
τούτο το σίγμα το πάτησε πολύ
και σε φιλώ – αχ θεέ μου
άλλοτες έγραφε πολύ
τόσο μικρό δελτάριο δε χώρεσε στην άκρη.
ξαναδιαβάζει το γράμμα του Σεπτέμβρη.
Σκαλίζει μες στις λέξεις
μετράει τα γρατσουνίσματα της πέννας
τούτο το σίγμα το πάτησε πολύ
και σε φιλώ – αχ θεέ μου
άλλοτες έγραφε πολύ
τόσο μικρό δελτάριο δε χώρεσε στην άκρη.
Έκανε το γράμμα της χωνάκι
ρίχνει μέσα τη στάχτη
μη λερωθεί ο θάλαμος
ρίχνει μέσα τη στάχτη
μη λερωθεί ο θάλαμος
θέλω να σου γράψω
μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
κάτω απ’ τη βροχή;
μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
κάτω απ’ τη βροχή;
Με ενέπνευσαν και μένα να γράψω το δικό μου γράμμα για ένα
όνειρο που βλέπω χρόνια..
Βλέπω στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο
Μήνες τώρα, χρόνια
Εσύ ανασταίνεσαι κι εγώ ψάχνω να βρω
Τα φάρμακά σου να μη ξαναρρωστήσεις
Από ποια αρρώστια δε θυμάμαι..
Την έδωσα τη βέσπα σου
Σου λέω και κείνα τα παπούτσια που
σου άρεσαν
Κράτησα όμως το καφέ σακάκι
Δε μου μιλάς
Γύρισε πίσω σου φωνάζω
Τόσα χρόνια χωρίς τα φάρμακά σου θα
ξαναπεθάνεις..
Δεν είναι όνειρο λέω
Αλλά ξυπνώ και νομίζω πως μυρίζει
καφές
Μες το σπίτι
Ακολουθώ τα βήματα στο μπάνιο, στο
σαλόνι
Που
χρόνια δεν περπάτησες
Ανάβω όλα τα φώτα να δω καλύτερα που
κρύβεσαι
Σκοντάφτω στο κράνος σου δίπλα στην
πόρτα
Είναι όνειρο λέω τελεσίδικο
Σαν τάφος
Καλού κακού ψάχνω να βρω τα φάρμακά
σου
Το βράδυ στις εννιά…
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ