ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ..
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε
ταπεινό
Να μιλάς
για το φαΐ
Ο λόγος;
Έχουνε κι όλας φάει
Οι
ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς
να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς
ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού
πηγαίνουν
Είναι τα
όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό
και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν
τά’χουν ακόμα δει
Όταν
σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν
νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό
που είναι ταπεινό
Ποτέ δε
θα υψωθούν
Το
ημερολόγιο
Δε
δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι
μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι
ανοιχτές
Κάποια
απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν
σταυρό
Οι
εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι
έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι
άνεργοι πεινούσαν
Τώρα
πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που
αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν
τη λιτότητα
Αυτοί που
παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε
θυσίες
Οι
χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις
μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που
τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως
είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι
πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που
βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος
και ειρήνη
Είναι δυο
πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η
ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν
όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος
γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο
γιος από τη μάνα
έχει τα
δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός
τους σκοτώνει
ό, τι
άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν
αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε
για ειρήνη
Ο απλός
λαός ξέρει
Πως
έρχεται ο πόλεμος
Όταν
αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται
τον πόλεμο
Διαταγές
για επιστράτευση
Έχουν
υπογραφεί
Στον
τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε
πόλεμο
Αυτός που
το’χε γράψει
Έπεσε κι
όλας
Αυτοί που
βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο
δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που
είναι χαμηλά
Να ο
δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο
πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι
ο πρώτος
Πριν απ’
αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμος
Όταν
ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν
νικητές και νικημένοι
Στους
νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε
απ’ την πείνα
Τους
νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε
το ίδιο
Σαν
θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί
δεν ξέρουν
Πως
επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή
που διαταγές τους δίνει
Είναι του
εχθρού τους η φωνή
Εκείνος
που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο
ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα
ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες
γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ
το τανκς σου
Είναι
δυνατό μηχάνημα
Θερίζει
δάση ολόκληρα
Κι
εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που
έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται
οδηγό
Στρατηγέ
το βομβαρδιστικό
Είναι
πολυδύναμο
Πετάει
πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’
τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που
έχει ένα ελάττωμα
χρειάζεται
πιλότο
Στρατηγέ
ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να
πετάει
Ξέρει και
να σκοτώνει
Μόνο που
έχει ένα ελάττωμα
ξέρει να
σκέφτεται…
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ..
Τις μέρες που η πτώση ήταν πια βέβαια
Στα τείχη
είχαν αρχίσει κι όλας τον θρήνο
Στύλωσαν
οι Τρώες κομματάκια μικρά
Κομματάκια
στις τριπλές ξύλινες πύλες
Κι
άρχισαν θάρρος πάλι ν’αποκτούν κι ελπίδα
Κι οι
Τρώες λοιπόν;;;;
ΑΝΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ..
Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
(Άννα μην
κλαις)
θα
γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.
Μιλάνε
για του έθνους, ξανά, την τιμή
(Άννα μην
κλαις)
στο
ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί
Μιλάνε
για νίκες που το μέλλον θα φέρει
(Άννα μην
κλαις)
Εμένα δε
με βάζουν στο χέρι.
Ο στρατός
ξεκινά
(Άννα μην
κλαις)
Σαν
γυρίσω ξανά
θ’
ακολουθώ άλλες σημαίες.
Ο στρατός
ξεκινά
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ..
Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε
λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι
πολύ –ωιμέ-
μην πέσω
κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο
να
ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο
χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.
Τα μάτια
μου ήταν ακόμη ανοιχτά
γιά
βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και
πόρτες ανοίγουνε
και
χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το
κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με
σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.
Κι όμως
όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με
φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου
έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα
όλοι φίλοι
και τώρα
όλοι τους θηρία.
Ποιος
τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;
Κι ενώ
ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μια
παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πως δεν
το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν
παγώσει πια οι ανθρώποι
το χέρι
ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί
όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!
Ο ΜΑΚ Ο ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΗΣ…
Όπου πέφτουν καρχαρίες
βγαίνει
αίμα στον αφρό
Ο Μακήθ
βγαίνει στο Σόχο
μ’ άσπρο
γάντι καθαρό
Πυρκαγιά
προχθές στο Σόχο
εκαήκαν
δυο παιδιά
ο Μακήθ
να μη το μάθει
έχει
ευαίσθητη καρδιά
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΑ ΦΑΝΤΑΡΟΥ..
Τι στέλνει από την Πράγα στην κυρία του για
δώρο;
Γοβάκια
με τακουνάκι
και με
κουμπάκια από σεβρό καλέ
στέλνει ο
φαντάρος ο ναζί
Κι από τη
Βαρσοβία στη γυναίκα του τι στέλνει;
Μια γούνα
που λιμπιζόταν,
της πάει
τρέλα το βιζόν καλέ,
στέλνει ο
φαντάρος ο ναζί
Στο Όσλο
όταν εμπήκαν
μία σάρπα
στέλνει δώρο,
με κρόσια
και με κεντήδια να καμαρώνει
απ'το
Όσλο ο ναζισταράς
Το
Ρότερνταμ όταν πήρανε σαν τι δωράκι στέλνει;
Καπέλο
για τη συμβία,
πολύ
μοντέρνο με μακρύ φτερό
στέλνει
απ'το Ρότερνταμ καλέ
Τι δώρο
απ'το Παρίσι από το Παρίσι παίρνει;
Ολομέταξη
τουαλέτα για τη γιορτή της,
ένα
όνειρο,
στέλνει ο
φαντάρος ο ναζί
Η Άφρικα
στην κυρία της σαν τι δωράκι στέλνει;
Κοράλλι
και σταυρουδάκι
από ασήμι
να `ναι γούρικο
Τέτοια
φτάνουν από Αφρική
Και τι
δώρο έφτασε από τη Ρωσία;
Μια
μαύρη,
μια μαύρη
πλερέζα,
πλερέζα
μαύρη
στη χήρα
του έφτασε
απ'τη
Μόσχα έφτασε….
Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ
Ήτανε αεροπόρος ο αδελφός μου
Του δώσανε ένα χάρτη κάποια μέρα
Έκανε τα μπαγκάζια του. Η πορεία
Ήταν σημειωμένη για το νότο.
Ένας κατακτητής ο αδελφός μου
Ανάγκη έχει ο λαός μας από χώρα
Να κάνουμε δικά μας ξένα εδάφη
Τ΄ όνειρο το παλιό το χρυσοφόρο.
Κατέκτησε το χώρο ο αδελφός μου
Σε ορεινούς όγκους της Γκουανταράμα
Μάκρος έχει ένα μέτρο και ογδόντα
Και βάθος ένα μέτρο και πενήντα…
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ..
Υ.Γ: Αυτοί που νομίζουν ότι οι απαντήσεις βρίσκονται στα πολεμικά σαλπίσματα κάνουν οικτρό λάθος
που συνήθως άλλοι το πληρώνουν και μετανιώνουν γι αυτό ..Με σεβασμό στα θύματα
όλων των τρομοκρατών και των πολέμων ,ο πόλεμος δεν πρέπει να θεωρείται επιλογή...
ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΚΑ